Συνώνυμο του ρίχνω γκόμενα.
- Πως πήγε χθες το ποτό; Να μαντέψω ότι έφαγες χυλόπιτα;
- Όχι βέβαια. Το γονάτισα το γκομενάκι! Αύριο θα έρθει κι απ' το σπίτι να δούμε DVD.
Συνώνυμο του ρίχνω γκόμενα.
- Πως πήγε χθες το ποτό; Να μαντέψω ότι έφαγες χυλόπιτα;
- Όχι βέβαια. Το γονάτισα το γκομενάκι! Αύριο θα έρθει κι απ' το σπίτι να δούμε DVD.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ρήμα παίζει και ως μεταβατικό και αμετάβατο
Αμετάβατο: εξαντλούμαι σωματικά ή/και ψυχικά, αγανακτώ, απογοητεύομαι, δεν την παλεύω κάστανο, I am not fighting her chestnut, τραβάω τα βυζιά μου ή τις κωλότριχές μου με μια κατάσταση ή ένα άτομο, λυγίζω.
Μεταβατικό προς έμψυχα: προκαλώ σε κάποιον τα παραπάνω
Μεταβατικό προς άψυχα: εξαντλώ μονομερώς κάτι, κυρίως κάποιο είδος εν σπάνη, κυρίως το μπάφο εδώ που τα λέμε.
- Ήρθε η Κάτια να τη βοηθήσω στο ppt....
- Ωωωωχχχ
- Σωστά διέγνωσες την κατάσταση....γονάτισα. Με λύγισε η γκόμενα, δεν παίζεται, διακόπτει τον εαυτό της για να πάρει το λόγο. Μα γαμώτο δηλαδή, παθολογικό είναι ρε πστ!;
- Άιντε, το γονάτισες.... να μεταβαίνει παρακαλώ, είμαστε και σε διακοπάς... - Μ΄αρέσει να μου τη λες.. όπως παλιά...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified