Θέλω η άποψή μου (να φύγουν οι αφγανοί από τον δεύτερο, να διώξει η διπλανή μου τον σκύλο της, να φύγει ο κάδος σκουπιδιών από την πόρτα μου) να αποκτήσει δημοκρατικό κύρος με το να την συμμερίζονται όσο το δυνατόν περισσότεροι. Συχνά βέβαια το «εκλεκτορικό σώμα» δεν έχει κανένα δικαίωμα να αποφασίζει για το προκείμενο θέμα (και τα τρία παραπάνω παραδείγματα).

Σημειώνω ότι δεν είναι σλανγκ έκφραση. Τότε γιατί την καταχωρώ εδώ; Κυρίως γιατί είναι πολύ πιο γνωστή από τη σλανγκ σημασία που σημαίνει «ετοιμάζομαι να απολυθώ»· την τελευταία τη γνωρίζουν μόνο οι έφεδροι στρατιώτες (ούτε καν οι μόνιμοι δεν την πολυλένε -και προφανώς, αφού αυτοί δεν απολύονται), και αν την πεις σε κάποιον μη στρατιωτικό αυτόματα θα καταλάβει τη σημασία που καταγράφω εδώ.

Ρε κλείσε τη μουσική! θα μαζέψουν οι γείτονες υπογραφές να με διώξουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική έκφραση που σημαίνει κυριολεκτικά: μαζεύω υπογραφές από τους χίλιους-δυο υπεύθυνους (λέμε τώρα...) της μονάδας σε ένα έγγραφο που λέει που πως ουδεμία άλλη υποχρέωση έχω σαν φαντάρος απέναντί τους, έχοντας ξεχρεωθεί όλα τα υλικά που έπρεπε (βλ. χρεωμένο με 108), όπως όπλο, εξαρτύσεις, κλειδιά, έχω πληρωθεί όπως προβλέπεται κλπ.

Επειδή το επόμενο λογικό βήμα είναι η μετάθεσή μου αλλά (κυρίως εδώ μας ενδιαφέρει) η απόλυσή μου, η έκφραση σλανγκιστί χρησιμοποιείται για κάποιον που ετοιμάζεται να πάρει πόδι από κάποιο πόστο ή δουλειά.

- Σκατά και φέτος στο πρωτάθλημα φίλε...
- Τι περίμενες; Ήδη ο πρόεδρος κάλεσε τον κόουτς.
- Τι να τον κάνει;
- Ε, δεν καταλαβαίνεις; Υπογραφές μαζεύει ο άνθρωπος, απ' του χρόνου με νέο αίμα για το πρωτάθλημα.
- Σιγά μη σκίσουμε κανένα καλτσόν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την προέλευση (στρατά) αλλά και τη σημασία του όρου που αποδίδει ο φίλτατος Πάτσης εδώ, παίζει και η εξής σημασία.

Όπως και στην παραπάνω περίπτωση, ετοιμάζομαι να την κάνω. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση δε θα την κάνω από ένα πόστο ή από κάποια δουλειά, αλλά μού 'χουν πάρει τις πινακίδες από καιρό και περιμένω το δώδεκα νταν για να φύγω για πάνω.

Μπορεί να 'χω καταβληθεί από τα γηρατειά και να 'χω σώμα σίγμα γαλλικό, μπορεί όμως να πάσχω από χρόνια ή ανίατη αρρώστια.

Έτσι μπορεί το χρώμα μου να έχει αρχίσει να προσεγγίζει το εκρού του νεκρού, η ανάσα μου να 'ναι κομμένη, το σώμα μου να σέρνεται και η ψυχή μου να 'ναι έτοιμη για τιγκανά. Το σίγουρο είναι πως είμαι στο παρά πέντε για να ντυθώ λείψανο.

Το μάζεμα των αυτόγραφων στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει να κάνει με τη λύση της σύμβασης από τον κόσμο των ζωντανών. Άρα μαζεύω... και καλά υπογραφές, ώστε να αποδεσμευτώ και να τιγκανά για ουράνιες μονάδες μεριά.

βλ. και λήμμα κουβαλάει του χάρου νερό.

  1. - Τι κάνει ο κυρ Γιώργης; Έχω μήνες να τον δω. Είναι βαριά άρρωστος απ' ότι θυμάμαι.
    - Άστα...Μαζεύει υπογραφές. Όπου να 'ναι απογειώνεται.

  2. - Πότε ρε εσύ θα αρχίσει να μαζεύει υπογραφές ο εθνικός γκαντέμης; - Άστα, αν δε γίνει η Ντόρα πρωθυπουργός, δεν ξεκουβαλάει με τίποτα ο Χαϊλάντερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α.Η έκφραση σημαίνει, με δόση αυτοσαρκασμού, ότι είμαι τόσο ταλαιπωρημένος, καταπονημένος και καταβεβλημένος από ασθένειες η κακουχίες, ώστε προβλέπω ότι σύντομα θα αποδημήσω εις Κύριον.

Β. Επίσης από κάποιον που αποχωρεί έπειτα από αρκετό χρόνο παραμονης του σε κάποια θέση.

Γ. Γενικώς σημαίνει κάποια μόνιμη και διαρκή αποχώρηση από κάποια δραστηριότητα που διήρκησε αρκετό χρονικό διάστημα και περιείχε πολλές περιπέτειες και εμπειρίες.

Προέρχεται από την στράτευση. Ο προς απόλυση φαντάρος θα πρέπει να παραδώσει τον εξοπλισμό του, συλλέγοντας υπογραφές, από τους αντίστοιχους αρμόδιους της στρατιωτικής υπηρεσίας, που θα βεβαιώνουν ότι δεν οφείλει κάτι προς επιστροφή από το υλικό, οπλισμό η ιματισμό που χρεώθηκε κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Στη συνέχεια εκδίδεται το φύλλο πορείας της απόλυσής του ώστε να αποχωρήσει και να αποχαιρετήσει τον στρατό.

1-Τι να σου λέω καλέ γειτόνισσα, πριν τρία χρόνια πέρασα μια μεγάλη αρρώστια, ήμουνα πολύ χάλια, "μάζευα υπογραφές".

  1. ΕΡ- Πότε βγαίνεις στη σύνταξη? ΑΠ-Κοντεύω , μαζεύω υπογραφές.

Got a better definition? Add it!

Published