σούπω / σουπώ / σουπωγώ: Μονολεκτικός τύπος από την εξής εξέλιξη:
ίνα σοι είπω (εγώ) > να σου πω (εγώ) > σουπώ (γω).
Λέγεται κυρίως σε δύο συμφραζόμενα:
Θέλουμε να κάνουμε μια κάπως αδιάκριτη ερώτηση και διστάζουμε, οπότε το σουπώ είναι ένας σλανγκικώς ορθός τρόπος να προσπεράσουμε τις αναστολές.
Όταν δεν ακολουθεί κάτι άλλο αμέσως, εκφράζει εκνευρισμό και μια αόριστη απειλή, η οποία υποτίθεται ότι θα ακολουθήσει, αλλά πολλές φορές παραλείπεται. Η απειλή είναι του τύπου θα σου 'ξηγήσω το όνειρο.
Mes προς Ντέρτι, από εδώ: Σούπω μωρέ Ντέρτυ, θέλω να καιρό να σε ρωτήσω αλλά ντρεπόμουν και τώρα βρήκα το θάρρος, άντρας είσαι ή γυναίκα; :-P
Σλανγκαρχίδης προς φίλο Σλάνγκο: Κοίτα, φίλε, με το συμπάθειο, τα τελευταία λήμματά σου, δεν είναι τόσο ότι ανήκουν στην κατηγορία ceci n'est pas slangue, αλλά να, με το μπαρδόν, είναι ceci n'est pas tellement slangue...
Σλάνγκος (εκνευρισμένος): Σουπωγώ!...