Καπνά δευτέρας διαλογής. Τοπικός ιδιωματισμός από Δράμα, λέξη υπαρκτή μέχρι την δεκαετία του '60. Πιθανόν να μην απαντά πλέον.

Προφανώς από το λατινογενές ρήμα refuser.

Μακσούλι (;) λεγόταν τα καπνά πρώτης διαλογής.

Πολύ ρεφούζι είχε η σοδειά φέτος, και δε θα μας μείνει τίποτα στην τσέπη.

Βλ. και μαξούλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άχρηστο προϊόν, σκάρτο.

Χρησιμοποιείται και για χαρακτηρισμό προσώπων που δεν είναι αποδοτικοί σε ότι τους αναθέτουν, απεναντίας προκαλούν και επιπλέον προβλήματα στο περιβάλλον τους.

Παλιά οι καπνοπαραγωγοί μετά την αποξήρανση των καπνόφυλλων προχωρούσαν στη διαλογή τους ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα των καπνόφυλλων, το λεγόμενο παστάλιασμα. Όσα φύλλα ήταν κακής ή απαράδεκτης ποιότητας, δηλαδή μη εμπορεύσιμα, τα άφηναν στην άκρη για πέταμα. Ήταν τα λεγόμενα ροφούζια. Αν ο καπνέμπορος εντόπιζε σε δειγματοληπτικό έλεγχο πολλά ροφούζια στα καπνοδέματα, η τιμή του καπνού έπεφτε δραματικά, με αποτέλεσμα το ροφούζι να προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ζημιά στον παραγωγό.

Πρόκειται μάλλον για τουρκική λέξη, αφού οι καπνοπαραγωγοί χρησιμοποιούσαν και άλλες τούρκικες λέξεις.

Προϊστάμενος υπηρεσίας διακαιολογείται στον διευθυντή του για την κακή εξέλιξη στις εκκρεμότητες της δουλειάς:
- Τι να κάνω κύριε διευθυντά; Ζήτησα ενίσχυση σε προσωπικό και μου στείλατε 2 άτομα, σκέτα ροφούζια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified