Στην δεκαετία του '30 ένα τάλιρο ήταν μιά ποσότητα χασίς μεγέθους κέρματος πεντάδραχμου της εποχής (με το κατάλληλο πλάσιμο, καθότι μαλακό και εύπλαστο - δεν είχε πέσει πολλη χέννα) το οποίο ζύγιζε περι το 1 δράμι = 3,2 γρμ.
Δεν ξέρω άν είχε και σχέση με την τιμή του (αν και από πάντα η τιμή ήταν πιό ευμετάβλητη, ανάλογα την επάρκεια της αγοράς την ποιότητα, την αξία του νομίσματος κλπ κλπ)

Στην υπόγα

Ρε ν’ από πι ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα βαρέσαν μα βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει 'νας μπα μπαίνει 'νας μπάτσος με το κούφιο Και ρίχνει μου και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Και κατρακύ και κατρακύλισε το φέσι μας σβήνει ο να μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση

Ωωωωωώχ ωωχ!

Και τον ανά και τον ανάβει η Κυριακούλα ρε που `χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα

Γεια σου ρε Μή γεια σου ρε Μήτσο στραβοκάνη που σαι μαστού πουσαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πεντοχίλιαρο σε χόρτο (δεκαετία '90).

Πάμε να πάρουμε κανα τάλιρο στο παρκάκι να την ακούσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H χλέπα, η φτύξα αλλα πιο τσαμπουκαλεμένο. Προφέρεται και τάλαρο.

- Άνοιξε ρε πούστη μη σου γεμίσω το κουδούνι τάλιρα!!!

Βλ. και χλεμπόνα, ροχάλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified