Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, η αδερφή, ο πούστης.

- Kαλά, δεν τον βλέπεις πώς κουνιέται ο ντιγκιντάγκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος. Μάλλον προέρχεται από τις θηλυκοπρεπείς κινήσεις τους.

Δες, ρε, τον ντιγκιντάγκα τον Λούλη, που έρχεται με διχάλα 1-4 στο μπαρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας (από τον -κυριολεκτικά- διπεριοδικό ήχο με τον οποίο συνδέεται ο αυνανισμός).

Άσε ρε, τον ντιγκιντάγκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified