Βαρύς και σύνθετος λογαριασμός που εκπονείται και επιβάλλεται από ειδικούς. Το κουστούμι αποτελείται -ράβεται- από πολλές επιμέρους χρεώσεις, την ύπαρξη των οποίων ο οφειλέτης αγνοεί παντελώς μέχρι να του ’ρθει η πανταχούσα, και δεν θα μπορούσε να διανοηθεί την ύπαρξή τους ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του. Ειδικές στο ράψιμο κουστουμιών είναι οι οικονομικές εφορίες, το ΙΚΑ, οι δημόσιες εν γένει υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την επιβολή πάσης φύσεως χρεώσεων, οι τράπεζες, αλλά και οι δικηγόροι κατά τη σύνταξη δικογράφων. Οι τελευταίοι, προτού να ράψουν το κουστούμι, φουσκώνουν δεόντως τα επιμέρους κονδύλια, δηλ. προηγείται το φούσκωμα και έπεται το ράψιμο.

  1. Ένα κουστούμι της Εφορίας μπορεί ν’ αποτελείται από κύρια οφειλή, πρόσθετους φόρους, πρόστιμα, προσαυξήσεις, λοιπές επιβαρύνσεις υπέρ Ο.Γ.Α., δήμων και κοινοτήτων, πυροσβεστικής, και λοιπών τρίτων, χαρτόσημο και τέλη εκπρόθεσμης καταβολής.

  2. Ένα τραπεζικό κουστούμι μπορεί να περιλαμβάνει κεφάλαιο, συμβατικούς τόκους, τόκους υπερημερίας και τόκους τόκων, υπολογιζόμενους με έτος 360 ημερών (!!!), χαρτόσημο, ΕΦΤΕ, εισφορά ν. 128/1975, προμήθειες, έξοδα φακέλου, δικηγορικά, δικαστικά, υποθηκοφυλακείου κλπ., ασφάλιστρα και άλλα πολλά ων ουκ έστιν αριθμός.

  3. Ένα δικηγορικό κουστούμι σε αγωγή αποζημίωσης από εργατικές διαφορές μπορεί να περιλαμβάνει εργασία τα Σάββατα, εργασία τις Κυριακές, νυχτερινά, υπερεργασία, υπερωρία, μισθούς υπερημερίας, επιδόματα δώρων και αδείας, αποζημίωση απόλυσης, χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης και συνοδεύεται από τόκους υπερημερίας και δικαστική δαπάνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο πρόστιμο που επιβάλλεται σε κάποιον παραβάτη.

- Τι γίνεσαι ρε μεγάλε;
- Τι να γίνει, με σταμάτησαν και με βρήκαν χωρίς ζώνη και μου έκοψαν κουστούμι.
- Σώπα ρε ... Πόσα;
- Μια διακοσάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φουλ στην πόκα, ήτοι τριάδα και ζεύγος.

Όπως το κουστούμι είναι συνδυασμός παντελόνι-σακάκι, έτσι και το φουλ!

– Τι έχεις;
3 ρηγάδες, εσύ;
– Ένα κοστουμάκι, δεκάρια με βαλέδες...
Καλοντυμένος ο νέος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετσίνα με κοακόλα, αλλέως και κοκτέιλ του φτωχού.

Πώς λέμε τζιν με τόνικ, βότκα με λεμόνι, ουίσκι με σόδα, ή και οίνος αλά αρχαία, έ, το κουστούμι αποτελεί την ελληνική λαϊκή επιλογή νερωμένου αλκοολούχου, τόσο μάλιστα διαδεδομένη, που μαθαίνω μόλις σήμερα ότι πλασάρεται ήδη και ως αυτόνομο προϊόν (δείτε πολυμέσο) –πού οδεύει αυτός ο κόσμος, θα 'θελα να 'ξερα...

Η ονομασία οφείλεται στο λευκό της ρετσίνας και το μαύρο της κόλας, χρώματα που φέρνουνε σε σμόκιν και συνήθως καθόλου στην πραγματική ενδυμασία του εκάστοτε πελάτη που το πίνει.

Το κουστούμι λέγεται και Τούμπα Λίμπρε, παραπλανητικά κατά τη γνώμη μου, μια και, κακά τα ψέματα, πιο πολλούς φτωχούς έχει η χώρα παρά παόκια.

– Με φωνάξατε λεβέντες; Θα πιείτε κάτι άλλο;
– Ναί ρε μπάρμπα. Πιάσε πάλι μιά ρετσίνα-κόλα επι δύο.
– Με κουστουμάκι θα τη βγάλουμε σήμερα ρε παλικάρια; Τί έγινε, μας έκοψ' ο μπαμπάς το χαρτζιλίκι;

Τί βγάζουνε ρε οι κερατάδες... (από vikar, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified