Τεμπελιάζω τόσο, ποὺ περνῶ στὴ διαδικασία τῆς ψυχοσωματικῆς σήψεως, μουχλιάσματος, ἀπὸ ἀκινησία.

Ἡ ἀναλογία τοῦ στασίμου νεροῦ, ποὺ μουχλιάζει, εἶναι προφανής, (πρβλ καὶ τὴν ὑβριστικὴ προσφώνησι μοῦχλα γιὰ τὴν τεμπέλα, ὀκνὴ καὶ ἀνοικοκύρευτη γυναῖκα, καὶ κατ' ἐπέκτασιν γιὰ ἄνδρα).

Τὸ σήπομαι ἔχει κανονικὰ τὶς ἑξῆς σημασίες: ἀποσυντίθεμαι, διαπυήσκομαι, ἀπονεκρώνομαι, παθαίνω γάγγραινα, εὐρωτιῶ (μουχλιάζω).

Τὸ σαπίζω (ἐνεργητικὸ καὶ μέσο ρῆμα) προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀσθενὲς θέμα «σαπ-» τοῦ σήπ-ω / σήπ-ομαι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο σχηματίζεται καὶ τὸ ἀπαρέμφατο σαπ-ῆναι καὶ ὁ δεύτερος ἀόριστο ἐ-σάπ-ην.

Μεγάλο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἀναλογία μὲ ταυτόσημες ἐκφράσεις τῆς γερμανικῆς: faul σημαίνει τεμπέλης καὶ σάπιος/μουχλιασμένος. Faulenzen σημαίνει τεμπελιάζω καὶ σαπίζω/μουχλιάζω. Προφανῶς, στὴ γλῶσσα αὐτή δὲν μπορεῖ νὰ διακριθῇ ἡ μία σημασία ἀπὸ τὴν ἄλλη, συνεπῶς δὲν τίθεται θέμα slang.

- Τί γίνεται ρέ; Τί κάν᾿ς;
- Τίποτα ρέ! Μαλακίες· σαπίζω.

- Πήγαμε διακοπὲς στὴ Σέριφο. Δέ σοῦ λέω τίποτε· σαπίσαμε ἀπ' τὴν ξάπλα, μεγάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι σε φάση σάπινγκ, σε φάση αποσύνθεσης. Δεν κάνω τίποτα, όλη μέρα ραχάτι, το σώμα σε πλήρη ακινησία, ταβανοθεραπεία κιέτσ'.

Επίσης: κοιμάμαι πολύ βαθιά και πολλές ώρες.

- Ξεκουράστηκες λιγάκι;
- Σάπισα, δεν ξεκουράστηκα απλώς... Τέσσερις ώρες κοιμήθηκα για απόγευμα, λήθαργος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που έχει ενταχθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο των επιχειρήσεων. Ο όρος προέρχεται από το πρόγραμμα, Η/Υ SAP.

Το SAP, είναι επιχειρηματικό λογισμικό, της εταιρείας SAP που εμπλέκει όλους σχεδόν τους τομείς μιας επιχείρησης (πωλήσεις, αποθήκη, παραγωγή, λογιστήριο, κλπ) και στοχεύει στην αρτιότερη οργάνωσή της. Στις εταιρείες που έχει εφαρμοστεί υπάρχει ορισμένο προσωπικό ανά τμήμα που ενημερώνει το σύστημα με τα κατάλληλα δεδομένα.

Ο όρος μπορεί να έχει χιουμοριστική χροιά, μπορεί όμως να έχει και απαξιωτική χροιά. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που αφορούν την προσαρμογή του προγράμματος στα δεδομένα της εταιρείας και στην αποτελεσματική αποδοχή του από τον εμπλεκόμενο κόσμο. Οι δυσκολίες αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με υπάρχουσες νοοτροπίες.

Πιο συγκεκριμένα, μιλάμε για δυσκολίες που: - Προκαλούνται στη δουλεία κάποιου που, όντας εξοικειωμένος για χρόνια με άλλους εργασιακούς τρόπους, δεν μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. - Προκύπτουν σε εταιρείες και ειδικά σε ανοργάνωτες εταιρείες, όπου γίνονται meeting επί meeting προκειμένου να συμφωνηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να προσαρμοστεί καταλλήλως το πρόγραμμα στα εταιρικά δεδομένα. Εντούτοις σε εταιρείες του δημοσίου, όπου η δυοξύνη καλά κρατεί, κρατάει χρόνια αυτή η φάση της επανοργάνωσης, οπότε η σημασία του λήμματος «σαπίζω» διανθίζεται με την έννοια του λήμματος όπως την ανάρτησε η ironick σήμερα. Εκεί η ανοργανωσιά και τα αναφερόμενα meeting είναι πολλαπλά και άκαρπα.

  1. (χιουμοριστική χρήση)
    - Ο Γιάννης ασχολείται με το SAP
    - Α κατάλαβα... Σαπίζει... χα χα χα1

  2. (απαξιωτική χρήση)
    - Στην εταιρεία μας σαπίζουν τόσα άτομα στην κούραση προκειμένου να στρώσουν το SAP. - Στη δικιά μας, πάλι, που είναι εταιρεία του δημοσίου, χρόνια και χρόνια σαπίζει ένα σωρό κόσμος και με τις δυο έννοιες, αλλά αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

(από GATZMAN, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified