Κουπί. Απαντάται ήδη σε βυζαντινές πηγές του 10ου αιώνα και πιο πρόσφατα στην αργκώ των λιμανιών. Βλ. και ξυλομηχανή.
Ρε, η βάρκα δεν έχει ξύλα, πώς θα τη βγάλουμε από το λιμάνι;
Κουπί. Απαντάται ήδη σε βυζαντινές πηγές του 10ου αιώνα και πιο πρόσφατα στην αργκώ των λιμανιών. Βλ. και ξυλομηχανή.
Ρε, η βάρκα δεν έχει ξύλα, πώς θα τη βγάλουμε από το λιμάνι;
Got a better definition? Add it!
Ξύλο ονομάζουν οι σχετικοί με τις μεταφορές την κενή φορτίου παλέτα, σε αντίθεση με την έμφορτη τοιαύτη η οποία αποκαλείται απλώς (μ)παλέτα.
Παράδειγμα δεν έχω, έτσι μου τα είπανε, έτσι σας τα λέω, τι θέτε τώρα;
Got a better definition? Add it!
Published
Η ευρύτερη έννοια του ξύλου, του ξυλοδαρμού, της σωματικής βίας, αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στη γλώσσα μας. Υπάρχουν δεκάδες λέξεις και εκφράσεις που το περιγράφουν. Οι διαφορές μεταξύ τους εντοπίζονται είτε στην ειδικότερη τεχνοτροπία που περιγράφουν, π.χ. άλλο η καρπαζιά κι άλλο το χαστούκι, είτε στη συναισθηματική τους συνδήλωση και τα ψυχο-κοινωνικά συμφραζόμενα στα οποία χρησιμοποιείται η καθεμία, π.χ. άλλο το χαστούκι πάλι και άλλο ο κόλαφος, παρόλο που τεχνικά σημαίνουν το ίδιο.
Πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας έχει αφιερώσει τόσο μεράκι και ευρηματικότητα για να περιγράψει όλες αυτές τις λεπταίσθητες διαβαθμίσεις της ίδιας κατά βάσιν έννοιας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1η: Όπως για κάθε ερώτημα που αρχίζει με το «πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας...», έτσι κι εδώ, υπάρχει η θεωρία-παντοβότανο «400 χρόνια σκλαβιά» (αλήθεια, αυτή η φράση δε θα 'πρεπε να μπει στο λεξικό μας;). Ο τουρκοκρατούμενος ραγιάς Έλληνας υφίστατο κάθε λογής ταπεινώσεις και καταπατήσεις της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του, έτρωγε πολύ «ξύλο» (συμβολικό, αλλά διόλου σπάνια και κανονικό), πράγμα που έφτασε να χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή και τη σκέψη του, να γίνει μία βασική έννοια την οποία επεξεργάστηκε σε μεγάλο βάθος και έκταση.
Ντάξει, δε με πείθει και πολύ, αλλά μιας και την έχω ακούσει, την παραθέτω.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ 2η: Ο Έλληνας είναι γενικά συναισθηματικός, εκρηκτικός, παρεξηγιάρης, και όλη την ώρα έτοιμος να αποδείξει «ποιος είν' αυτός». Αλλά στην πράξη δεν είναι και τόσο βίαιος. Πιο πολύ μιλάει για ξύλο, παρά δέρνει. Οπότε, έχει αναπτύξει και πλούσιο σχετικό λεξιλόγιο.
Ας δούμε μερικά δείγματα αυτού του λεξιλογίου. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμη, και σας καλώ να τα μαζέψουμε.
1. Ουσιαστικά: σφαλιάρα, καρπαζιά, κατραπακιά, γροθιά, μπουνιά, κλωτσιά, μάπα, φάπα, μπούφλα, χαστούκι, σκαμπίλι, ανάποδη, ράπισμα, κόλαφος, (ξ)ανάστροφη, μπουκέτο, μπουνίδια, κλωτσίδια, μαπίδια.
Όλα αυτά είναι τύποι χτυπημάτων. Το ράπισμα και ο κόλαφος είναι λόγιες λέξεις, και σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως μεταφορικά.
2. Ρήματα:
2.1. Δίνω, ρίχνω, χώνω / τρώω, αρπάζω, τσιμπάω, μαζεύω / μου 'ρχεται.
Συντασσόμενα με τα ως άνω ουσιαστικά, δηλώνουν τα μεν τρία πρώτα, δίπτωτα, τη δράση (ενεργητική διάθεση, π.χ. του 'χωσα κάτι μαπίδια), τα δε υπόλοιπα, μονόπτωτα, την αποδοχή της δράσης (παθητική διάθεση, π.χ. μάζεψε τις κλωτσιές του και ηρέμησε).
Κάπως πιο εξειδικευμένη είναι η χρήση του δίπτωτου ενεργητικής διαθέσεως σφίγγω: του 'σφιξα δυο σφαλιάρες / ανάστροφες (αλλά όχι μπουκέτα, κλωτσιές κλπ.)
Στην Κρήτη και άλλα νησιά, αντί του ρίχνω χρησιμοποιείται και το παίζω: του 'παιξα μερικές σφαλιάρες.
Το ρήμα παίρνω χρησιμοποιείται επίσης, κατά περίπτωση, με παθητική διάθεση, ως εξής: Με πήρε μια αδέσποτη, με πήραν μερικές.
2.2. Εκτός από τα ως άνω απολεξικοποιημένα ρήματα, υπάρχουν και άλλα που δηλώνουν πληρέστερα την πράξη: Δέρνω, χτυπάω, πλακώνω, χαστουκίζω, γρονθοκοπώ, κλοτσάω.
Όπως βλέπουμε, αυτά είναι λιγότερα και συναισθηματικώς πιο ουδέτερα. Για να χορτάσει ο στόμας σου θες περίφραση, δεν καλύπτεσαι από ένα μονολεκτικό ρήμα. Μόνο το πλακώνω είναι κάπως πιο εκφραστικό.
3. Περιφράσεις που δηλώνουν την κατά κράτος νίκη του δέρνοντος επί του δερομένου, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην τεχνοτροπία:
3.1. θα σε γαμήσω στο ξύλο, πλακώσω..., ταράξω..., σαπίσω..., σακατέψω..., λιανίσω..., μαυρίσω..., θα σ' τις βρέξω
Το θα σ' τις βρέξω χρησιμοποιείται άνευ ετέρου προσδιορισμού. Δεν είναι καμιά πολύ βαριά απειλή, το λένε κυρίως γονείς προς μικρά παιδιά. Σε άλλα συμφραζόμενα γίνεται παιγνιώδες και χαδιάρικο, π.χ. Πάλι εσύ κέρασες; Θα σ' τις βρέξω!
Τα υπόλοιπα χρειάζονται ένα συμπλήρωμα, εμπρόθετο προσδιορισμό με το σε. Ο προσδ. στο ξύλο πάει με όλα, ενώ με τα περισσότερα πηγαίνουν και οι ειδικότεροι όροι στις σφαλιάρες, στα κλωτσίδια και κάθε άλλο παρεμφερές. Π.χ. Θα σε μαυρίσω / λιανίσω μόνο στο ξύλο, όχι *στα χαστούκια, αλλά θα σε πλακώσω / γαμήσω σε οτιδήποτε. Τα λιανίζω, πλακώνω και σακατεύω πάνε και σκέτα.
3.2. Θα σε κάνω μαύρο, τόπι, τουλούμι, σηκωτό. Και πάλι, μπορούν να συμπληρώνονται με τα εμπρόθετα στο ξύλο, στις μπουνιές κ.λπ. ή και να μπαίνουν σκέτα.
[Εγκυκλ.: το τόπι και το τουλούμι υπονοούν το πρήξιμο που θα πάθει ο δαρείς (και μετοχή παθητικού αορίστου βήτα έχω!) από το ξύλο που θα φάει. Τουλούμι είναι ο ασκός από δέρμα ζώου, που χρησιμοποιόταν παλιά για την αποθήκευση νερού, λαδιού, κρασιού κλπ., και που όταν ήταν γεμάτος και κλεισμένος φούσκωνε κι έδινε την εντύπωση πρηξίματος. Αλλά το τουλούμι χρησιμοποιείται επίσης για το παίξιμο της γκάιντας, όθεν και η πιο σπάνια έκφραση θα σε κάνω γκάιντα.
4. Περιφράσεις που περιγράφουν γενικά μία κατάσταση ξύλου, πιθανώς πολυπρόσωπη / πολυσυμμετοχική. Όλη η έμφαση δεν είναι ούτε στο ποιος ποιον, ούτε στο πώς ακριβώς, αλλά στο πόσο: πολύ!
Πέφτει ξύλο / ξυλίκι / μαπίδι / μπουκετίδι / πέφτουν μάπες / σφαλιάρες, γίνεται τσαμπουκάς, βρέχει σφαλιάρες
Προσοχή: το μαπίδι και το μπουκετίδι (και τα ευκαιριακά τύπου σφαλιαρίδι), εδώ είναι περιεκτικά: σημαίνουν «πολλές μάπες / μπουκέτα κλπ.». Αντίθετα, τα μαπίδια / κλωτσίδια / μπουνίδια του εδαφίου 1 είναι μεμονωμένοι, μετρήσιμοι χτύποι.
5. Ρήματα και περιφράσεις που δηλώνουν τη συμμετοχή κάποιου σε καταστάσεις ξύλου, χωρίς έμφαση ούτε στο πώς ούτε στο αν έριξε πιο πολλές ή έφαγε: Πλακώνομαι, παίζω ξύλο / μάπες / σφαλιάρες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στον πληθυντικό, π.χ. πλακωθήκαμε [+/- στο ξύλο] με κάτι γαύρους.
Ειδικά το πλακώνομαι, χωρίς προσδιορισμό, μπορεί και να σημαίνει απλώς «τσακώνομαι», σε φραστικό επίπεδο: Άσε, πλακώθηκα πάλι με τους γέρους μου.
6. Εκφράσεις που δηλώνουν ότι κάποιος χτυπήθηκε από άλλους (μπορεί να έριξε κι αυτός μερικές, αλλά τελικά βγήκε ηττημένος): Τις έφαγα, τις μάζεψα.
Βλέπουμε ότι αυτές είναι πολύ λίγες. Άρα τελικά ενισχύεται η άποψη ότι όλο το θέμα δεν είναι να δέρνεις, αλλά να λες ότι έδειρες. Η περίπτωση να σε έδειραν καλόν είναι να αποσιωπάται όσο είναι δυνατόν.
7. Ανένταχτα ουσιαστικά:
κλωτσοπατινάδα: πολυπρόσωπος καβγάς, με πολύ ξύλο και χωρίς να είναι εύκολο να διακρίνεις ποιος δέρνει ποιον και ποιος κερδίζει. Απλώς αρπάζεις ένα ψάρι και κοπανάς τον πλησιέστερο συμπαίκτη σου.
δείρτης, ξυλοκόπος: αυτός που παίζει καλό ξύλο, και συχνά.
καρπαζοεισπράκτορας: θεωρητικά αυτός που τρώει πολλές καρπαζιές (η καρπαζιά είναι από τα πλέον υποτιμητικά είδη χτυπήματος). Στην πράξη όμως το λέμε για το αιώνιο θύμα, τον υπερβολικά υποχωρητικό, που ποτέ δεν ορθώνει το ανάστημά του και όλοι του τη φοράνε.
Βρεμένη σανίδα, βούρδουλας, μαστίγιο: τεχνικά υποβοηθήματα για το ξύλο. Συνήθως σε φράσεις όπως Α ρε βρεμένη σανίδα που σας χρειάζεται (= είστε αδιόρθωτοι, απαράδεκτοι, τι θέλετε πια για να συνετιστείτε;)
Πού να βάλω παραδείγματα για όλα αυτά! Ιδού μερικά εντελώς ενδεικτικά, αντλημένα από την παγκόσμια ποίηση της ρομαντικής κυρίως περιόδου:
Την τρίτη και την τέταρτη, κυρά μου, βράσε ρύζι:
πάλι τις μάπες σου θα φας, κι ο κόσμος ας με βρίζει.
(Μ. Βαμβακάρης)
(Ν. Καρβέλας)
Βλ. σχετικά:τρώω ξύλο, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, κολυμπηθρόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, το, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, το, ταβερνόξυλο, βαράτε, το,κλωτσομπουνίδι
Got a better definition? Add it!