Ευστοχία σε κατακόρυφη τοποθέτηση αντικειμένου μέσα σε άλλο ή σε θήκη, τρύπα, χωρίς επαφή με τα τοιχώματα.

  1. Σηκώνει που λες την παλέτα με το γερανό και την πάει ο πούστης κουφέτο. (Είχε μόνο μια θέση ελεύθερη η καρότσα κι αυτή στη μέση)

  2. Έβαλε το καλάθι κουφέτο. (Ούτε ταμπλό ούτε καν στεφάνι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναφώς και με έτερο ορισμό, στην αργκό των πιλότων κουφέτα είναι τα πυρομαχικά.

- Είναι φορτωμένο κουφέτα!

(δηλαδή το τουρκικό μαχητικό αεροπλάνο είναι οπλισμένο).

Got a better definition? Add it!

Published

Ετυμολογία και διαφορετική σημασία στον άλλο ορισμό.

  1. Θετικά: Η πολύ καλή κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα αντικείμενο, όταν δεν έχει φθαρεί από το χρόνο και την χρήση, όταν είναι αχρησιμοποίητο εντελώς, «με τα σελοφάν του» (πρβλ. το τούλι της μπομπονιέρας). Συνήθως αφορά μηχάνημα, αυτοκίνητο, μοτοσυκλέτα, δευτερευόντως καταστάσεις και ανθρώπους (βλ. παράδειγμα 1γ).

  2. Αρνητικά: Το αλλοπρόσαλλο άτομο ή κατάσταση, το απαράδεκτο από διάφορες απόψεις. Βλ. παιδί κουφέτο. Συχνά μπαίνει μετά το ουσιαστικό που προσδιορίζει, στο ίδιο στυλ με τις εκφράσεις συνεννόηση κλαρίνο, παιδί-βιολί, παιδί-κουμπί κλπ.

  3. Υπάρχει μία αναφορά που εξισώνει σημασιολογικά το κουφέτο με την καραμέλα (παρ. 3).

1α. Από εδώ:

Αδερφέ μου @psychotheotheo ο κανόνας λέει το έξής: όσο δεν πειράζεις μία βέσπα τόσο δεν σε πειράζει κι αυτή... οπότε μην έχεις άγχος αφού όπως λες, θέλεις «παπουδίστικη αισθιτική» τότε διάλεξε μία με πρώτο (ίσως και μόνο...) κριτήριο να μην βγάζει ντουμάνια καπνό ακόμα και στο ρελαντί... Αν το μοτεράκι δουλεύει αξιοπρεπώς τότε ούτε πολλά καύσιμα θα θέλει ούτε πολλά πάρε-δώσε με συνεργεία θα έχει και το κυριότερο... δεν θα μπαίνει στο μάτι κανενός αν δεν είναι και σε κατάσταση «κουφέτο».

1β. Από εδώ:

Πηγα λοιπον σε ενα μαγαζι με ανταλλακτικα για «γρηγορους», πηρα μια τσιπα μαυρη αλουμινενια, την εκοψα στη μορφη της μασκας και την εδεσα με μικρα tier-up («γραβατες» κατα το ηλεκτρολογικοτερον) απο τη μεσα μερια. Κουφετο το εργαλειο και ησυχος ο οδηγος, συνισταται ανεπιφυλακτα σε ολους τους συναδελφους, sorentistas ή μη.

1γ. Από εδώ:

Μια άλλη γνωστή μου μια ζωή και αυτή παχουλή κτλ, με ζωή, γκομενο κτλ, έχασε 20 κιλά σε 2 χρόνια και τώρα έχει γίνει κουφέτο.
Θέλω να πω πως όσοι παχουλοί-ές τη ψάχνουν να αδυνατίσουν δεν είναι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση, προσωπικότητα κτλ. Ούτε είναι μαλακία να ασχολείσαι με την υγεία σου.

2α. Από εδώ (sic):

re ilithie teleiomene panivlaka auta pou grafeis einai edelos asxeta me to thema kolozwo !!!
poso vlamenos borei na eisai; kathese kai grafeis ti mousiki akous apo ta 7 sou kai nomizeis oti mas niazei; kai apo pou k ws pou eimai fasistas; epeidh den exeis ti na peis; den exeis ti na peis epeidh eisai toublo ...
ti koufeto eisai esu re mlk parata to...

2β. Από εδώ (sic):

Episis epeidi den sou apantaga oute egw oute alloi 2-3 , anoiges 4-5 fores parathiro se mia mera , ekei p eixes na miliseis 1 xrono mexri p epsaxna poios eisai stin arxi kai argotera mou thimisan poio koufeto eisai ; Apla epeidi efages porta apo tin arxi to pezeis ultras for life .. sovarepsou re kseftilistike tipe !

  1. Από εδώ:

όσον αφορά το video, συγκράτησε την λέξη κλειδί στην αρχή που σωστά ακούγεται...«δήθεν αναρχικοί». Αυτό το επίθετο , το έχουμε συζητήσει και σε άλλο μήνυμα και νομίζω οτι συμφωνούμε όλοι , πως η λέξη «αναρχικός» έχει γίνει «κουφέτο» απο πολλούς που εν ελλείψη άλλης ικανότερης λέξης , γίνεται εκτενή χρήση της , για να χαρακτηρίσουν επεισόδια.

Από www.off-road.gr. (από patsis, 02/09/10)Στο 1.11. (από Khan, 19/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σφαίρα. Λέγονται και καραμέλες.

Ετυμολογία: < ιταλικό confetto < ...... < λατινικό conficere= παρασκευάζω.

Πηγή: Bubis.

  1. Δεν κατάλαβε τι παιδί κουφέτο ήταν μέχρι που τον κέρασε κουφέτα.

  2. «Αχ, και θα φάμε επιτέλους κουφέτο», είπε η μαμά του Πέρι για τον επικείμενο γάμο τού κανακάρη της με το Λίλιαν, αλλά τελικά το μόνο κουφέτο που έφαγε ο Πέρι ήταν τα κουφέτα από τον Βάγγελα στο λήαρ-τζετ του Ψινάκη. (Στα σχόλια ντε!).

Χρυσό κουφέτο και φέτο! (από Khan, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified