Γαμάω, συνήθως άγρια. Τον(ε) φοράω. Υπάρχει και ο συνηθέστερος τύπος «πουτσώνω».
Παράγωγα: (μ)πούτσωμα, (μ)πουτσωμένη.
Μου 'κανε τη δύσκολη, αλλά τελικά την πούτσωσα / τη μπούτσωσα την κωλοχαρχάλα!!!
Γαμάω, συνήθως άγρια. Τον(ε) φοράω. Υπάρχει και ο συνηθέστερος τύπος «πουτσώνω».
Παράγωγα: (μ)πούτσωμα, (μ)πουτσωμένη.
Μου 'κανε τη δύσκολη, αλλά τελικά την πούτσωσα / τη μπούτσωσα την κωλοχαρχάλα!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χώνω, σφηνώνω. Ανωτάτη μαστοροεμπορική σλανγκ.
Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως από υδραυλικούς και μαραγκούς, αλλά και από εμπόρους που γεμίζουν ράφια, ή γεμίζουν αποθήκες.
Από που προέρχεται η έκφραση, νομίζω ότι μπορείτε να το καταλάβετε! Μην περιαυτολογούμε τώρα...
- Αφεντικό, έλα να βοηθήσεις.
- Μα είσαι εντελώς ηλίθιος; Η άκρη με τη [φλάντζα] πάει στον νεροχύτη, και την άλλη άκρη τη μπουτσώνεις στον σωλήνα της αποχέτευσης, αυτόν που εξέχει από τον τοίχο σαν μουνάκι. Όλα εγώ θα στα λέω;
- Παιδί, πάρε την κούτα με τα δρακουλίνια και μπούτσωσέ τα εδώ στο ράφι. Πρόσεχε να φέρεις τα 2-3 παλιά σακουλάκια μπροστά.
- Έγινε μάστορα.
- Πάρε τους τάκους και μπούτσωσέ τους κάτω από την πόρτα, και περίμενε.
- Τι να περιμένω;
- Να πάω να φέρω το αλφάδι και το τριβίδι.
- Τι θα κάνουμε τους αναρχικούς και τις λεσβίες ρε μάστορα;
- Τελέρε χαλασμένε;
Got a better definition? Add it!