Γαμάω, συνήθως άγρια. Τον(ε) φοράω. Υπάρχει και ο συνηθέστερος τύπος «πουτσώνω».

Παράγωγα: (μ)πούτσωμα, (μ)πουτσωμένη.

Μου 'κανε τη δύσκολη, αλλά τελικά την πούτσωσα / τη μπούτσωσα την κωλοχαρχάλα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώνω, σφηνώνω. Ανωτάτη μαστοροεμπορική σλανγκ.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως από υδραυλικούς και μαραγκούς, αλλά και από εμπόρους που γεμίζουν ράφια, ή γεμίζουν αποθήκες.

Από που προέρχεται η έκφραση, νομίζω ότι μπορείτε να το καταλάβετε! Μην περιαυτολογούμε τώρα...

  1. - Αφεντικό, έλα να βοηθήσεις.
    - Μα είσαι εντελώς ηλίθιος; Η άκρη με τη [φλάντζα] πάει στον νεροχύτη, και την άλλη άκρη τη μπουτσώνεις στον σωλήνα της αποχέτευσης, αυτόν που εξέχει από τον τοίχο σαν μουνάκι. Όλα εγώ θα στα λέω;

  2. - Παιδί, πάρε την κούτα με τα δρακουλίνια και μπούτσωσέ τα εδώ στο ράφι. Πρόσεχε να φέρεις τα 2-3 παλιά σακουλάκια μπροστά.
    - Έγινε μάστορα.

  3. - Πάρε τους τάκους και μπούτσωσέ τους κάτω από την πόρτα, και περίμενε.
    - Τι να περιμένω;
    - Να πάω να φέρω το αλφάδι και το τριβίδι.
    - Τι θα κάνουμε τους αναρχικούς και τις λεσβίες ρε μάστορα;
    - Τελέρε χαλασμένε;

την μπούτσισε ο γάιδαρος... (από BuBis, 28/09/09)την αίτηση σας από πρόπερσι; κάπου εδώ την έχω μπουτσώσει, για μισό... (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified