Το άτομο που δεν ξέρει τίποτα ή είναι χαμηλών πνευματικών δυνατοτήτων, ο σκράπας.

- (γύρισμα σελίδας) Ποιος είναι ο Αλογοσκούφης ρε ΄συ;
- Καλά, είσαι τελείως κούτσουρο μιλάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από γέρους (συνήθως) και αναφερόμενο σε γέρους. Αυτός που απόμεινε μόνος, χωρίς παρέα, φροντίδα, συμπαράσταση... σαν το κούτσουρο, με την έννοια του υπόλοιπου του δέντρου μετά το κουτσούρεμα, ένα κομμάτι κορμού που προεξέχει από το έδαφος, εγκαταλελειμμένο παντελώς.

Περιέχει και δόση γεροντικής γκρίνιας (δικαιολογημένης ή όχι).

Φύγαν και τα παιδιά, άλλο Αμερική, άλλο Αυστραλία, πεθάναν τ' αδέρφια μας, εμείναμε πια δυο κούτσουρα. Ο ένας να θάψει τον άλλον και τον άλλο η βρώμα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά στρατιωτική έκφραση που δηλώνει την μαρτυρική παράταση της στάσης της προσοχής ως καψόνι, συχνά ύστερα από σχετικό παράγγελμα. Συνώνυμο: μάρμαρο.

Κούτσουρο το κορμί, στραβάδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified