Το γρήγορο, διεκπεραιωτικό και χωρίς περικοκλάδες τσιμπούκι-ξεπέτα. Μινιμαλιά, αλλά όχι με την καλή έννοια.

Συμπλήρωμα στον ορισμό του Ξεροσφύρη.

1.
Η πρόφαση του κατουρήματος για μια γλωσσοπανήγυρη στιγμών, για ένα μεθυσμένο ξεροτσίμπουκο στα όρθια από γυναίκες μάνες της δουλειάς , το τρεμούλιασμα στα πόδια από την ηδονική εκείνη κούραση της ξενυχτισμένης σάρκας

2.
Ρεπορτάζ: «Αθώοι κρίθηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης ο αντιπρύτανης του ΑΠΘ, Γιάννης Παντής και ο πρώην διευθυντής της εταιρείας αξιοποίησης και διαχείρισης του ΑΠΘ, Γιώργος Δημητριάδης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι δύο άντρες εμπλέκονταν σε δωρεά ενός κινητού τηλεφώνου i Phone προς την ηθοποιό, Ναταλία Δραγούμη».
Κακεντρεχή σχόλια πιο κάτω:
- Τη γάμησε τουλάχιστον;;;;
- Μπα με ένα ξεροτσίμπουκο την έβγαλε.

3.
Ρεπορτάζ: «Εμφανίστηκε δημόσια με ναζιστικό τατουάζ και με τη νέα του σύντροφο. Ο λόγος για τον βουλευτή της Χρυσής Αυγής, Ηλία Κασιδιάρη, ο οποίος εθεάθη σε... παραλία της Αθήνας με περιβολή παραλίας, αποκαλύπτοντας έτσι τη σβάστικα που βρίσκεται χαραγμένη στο αριστερό του μπράτσο».
Κακεντρεχή σχόλια πιο κάτω: - Τώρα αν είσαι άντρας με απίδια όχι με φτιασίδια και τύχει να βρεθείς εκεί ....το ενδιαφέρον σου θα εστιαστεί στον τατουάζ του Κασίδα η στο τούμπανο που κυκλοφορεί ;;;;;:rolleyes:
- Τι οξυζενέ-πατσουρόγρια είναι αυτή ρε Λιάκοοοοοό ; (...) Εντάξει εν ολίγοις είναι σαβουροσπρώχτης ο Λιάκουρας , ούτε ξεροτσίμπουκο δεν της έδινα της πατσούρως εκτός εαν μου έκανε πάσα καμιά καλή φίλη της :p

Got a better definition? Add it!

Published

Στη ναρκοσλάνγκ (ιδίως την παλιότερη) το ξεροτσίμπουκο είναι τρόπος καπνίσματος χασίς σε πίπα, παρόμοιος με το κάπνισμα του (νεότερου) κρακ, κατ' αντιδιαστολή με την υγρό ναργιλέ. Επίσης και το σχετικό εργαλείο.

Θεωρείται ότι έχει καλύτερο και ταχύτερο άκουσμα, γιατί το χασίσι μπαίνει σκέτο χωρίς την ανάμειξη με καπνό.

Το πρόθεμα ξερο- έχει να κάνει και με τη ξηρότητα - καϊλα που αφήνει στο στόμα και το λαιμό.

  1. Να κάνουμε πρώτα δυο ξεροτσίμπουκα να την ακούσωμε, και μετά στο δρόμο κι ένα τσιγάρο (ενν. μπάφο) για το ξεγάνιασμα.

  2. Τσιμπάει ένα σπιρτόκουτο κι ένα κομματάκι αλουμινόχαρτο και σε δυο λεφτά σκαρώνει ένα ξεροτσίμπουκο σένιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στοματικός έρωτας χωρίς σεξ και προκαταρκτικά. Αυτός που εκεί αρχίζει και τελειώνει.

— Την κατάφερες την πιτσιρίκα;
— Ποια πιτσιρίκα ρε; Αυτή με το καλημέρα με πλάκωσε σε κάτι ξεροτσίμπουκα...

Ένα ξερό γαμήσι θα γέμιζε την νύχτα μου! (από MXΣ, 16/05/10)(από perkins, 18/05/10)

Δες και τσιμπούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified