Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος μετά από πολύ ξύλο.
Κυριολεκτικά: η σκορδαλιά με πατάτα στα Επτάνησα, που γίνεται σαν αλοιφή από το χτύπημα.
Συνων. αλοιφή.
Του είπε «κάνε λίγο πιο κει»... κι ο άλλος τον έκανε λιάδα.
Η κατάσταση στην οποίαν περιέρχεται κάποιος μετά από πολύ ξύλο.
Κυριολεκτικά: η σκορδαλιά με πατάτα στα Επτάνησα, που γίνεται σαν αλοιφή από το χτύπημα.
Συνων. αλοιφή.
Του είπε «κάνε λίγο πιο κει»... κι ο άλλος τον έκανε λιάδα.
Got a better definition? Add it!