Πέραν του βασικού ορισμού περί θυμού, το θέμα προσεγγίζεται από τη μεριά της ταχύτητας στην οποία καίγεται η πυρίτιδα λίγο πριν την έκρηξη, και το οποίο φαινόμενο στο σύνολό του προκαλεί ζωηρό ενθουσιασμό σε Πελοποννησίους όλων των ηλικιών. Η προστακτική «γίνου μπαρούτι από δω χάμω» ή και σκέτο «'αρούτ’», αλλά και η χρήση στο context «έγινε μπαρούτι», παίρνει τη σημασία του «εξαφανίσου-εξαφανίστηκε», «απήδα την-την απήδηκε», «γίνου καπινός-γίνηκε καπινός (και πήγε στο σταθιμό των τρένωνε)» κ.ο.κ. Ουσιαστικά λοιπόν επιβεβαιώνει το επείγον μιας κατάστασης που ενδεχομένως ακολουθεί το γεγονός ότι κάποιος έχει γίνει μπαρούτι κατά τον πρώτο ορισμό, οπότε κάποιος άλλος πρέπει να γίνει μπαρούτι κατά το hereby.
Πάντως δεν αποκλείεται να περιγράφει και επείγουσα κατάσταση όπου ο δέκτης πρέπει να βιαστεί μπας και την σώσει.
Σ.σ. Γενικά οι Πελοποννήσιοι έχουν φοβερό έρωτα με το να θολώνουν ένα ξεκάθαρο εκφραστικά τοπίο γεμίζοντάς το υπονοούμενα. Επιπλέον, με τις εκρηκτικές ύλες διατηρεί στοργική σχέση κάθε πελοποννήσιος που σέβεται τον εαυτό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικό κομμάτι της χειραφέτησής του νεαρού Πελοποννησίου είναι και η πρώτη του επαφή με αυτοσχέδιους δυναμίτες στο πλαίσιο ψαρέματος –ο θεός να το κάνει– σε ποτάμια κτλ.
— Ήθελα να 'ξερα τι θα γινόμασταν εδώ μέσα αν δεν είχαμε πιάσει συγγένεια με την Πελοπόννησο. Περί τα 6.000 λήμματα λιγότερα υπολογίζω.
— Ναι ρε, ευτυχώς να λες.
— Τι άλλα... Αμάν τι ώρα πήγε;
— Μιάμιση, γίνου μπαρούτι.— Εγώ φταίω που κάθομαι και ασχολούμαι.
— Γι' αυτό γίνου μπαρούτι μην ασχοληθώ κι εγώ.