Η λέσβω, η λεσβόγκα, το λεσβιόνι, η σβόγκα.
Η τυχαία συνάντα μιας τίμιας λεσβίας και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίδι πάνω σε μια σλανγκοραπτική κλίνη.
Η λέσβω, η λεσβόγκα, το λεσβιόνι, η σβόγκα.
Η τυχαία συνάντα μιας τίμιας λεσβίας και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίδι πάνω σε μια σλανγκοραπτική κλίνη.
Got a better definition? Add it!