Η λέσβω, η λεσβόγκα, το λεσβιόνι, η σβόγκα.

Η τυχαία συνάντα μιας τίμιας λεσβίας και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίδι πάνω σε μια σλανγκοραπτική κλίνη.

1.
Ένα ξανθό κι ένα καστανόξανθο λεσβίδι γλείφονται και γαμιούνται με ευφτραφές δονητάρι μέσα στη φύση

2.
Γενικά Σκανδιναυία παίζει πολύ λεσβίδι. e «ξεκολιασε» τες να γίνουν γυναίκες κανονικές ...μερικά χαστούκια βοηθάνε γενικά

3.
Εννοείται πως αφήνω απ' έξω τα αλήστου μνήμης λεσβίδια (Tatu)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified