Εκτός από έκφραση καψιδισμού και καμενιάς (βλ. καΐλα, καΐλας) και κλαψομουνιάσματος (βλ. Βασιλάκης Καΐλας), η καρακλασική αυτή εις -ίλα σλανγκιά έχει και δύο ακόμα (εκ διαμέτρου αντίθετους) ορισμούς:

Ειρωνική έκφραση αδιαφορίας

Βλ. και σκορδοκαΐλα.

Έκφραση καύλας και τρελής επιθυμίας

- Μεγάλη καΐλα για την Γιουροβίζιον πρέπει να έχει ο Νίκος Καρβέλας, διότι δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι έστειλε δυο τραγούδια (εδώ).

Ινσέψιο

Από το αδικοχαμένο δουπού: Χάνκων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει καεί από τα ναρκωτικά κυρίως. Επίσης το χρησιμοποιούμε και για άτομα που τα σπάνε στο πάρτυ.

  1. Έλα μωρή καΐλα.

  2. Καλά ο Μπάμπης είναι μεγάλη καΐλα... Άκουσα ότι έβαλε χρυσά ρουθούνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified