Ο αστυνομικός, όργανο της τάξης, υπερασπιστής της ασφάλειας των πολιτών και ανεκδιήγητο καθίκι. Σύντμηση του λαϊκού όρου μπάτσος ==> μπατσέος ==> τσέος.

- Μαλάκες σύρμα, σκάσανε οι τσέοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του κομπλεξισμού. Υπέρμαχος της θεωρίας του κόμπλεξ. Αποτυχημένος κομπλεξικός που κάνει ό,τι μπορεί για να γίνει κομπλεξικός εντέλει.

Μα δεν βλέπεις με ποιούς κάνει παρέα; Αυτός είναι μεγάλος κομπλεξιστής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση σκληρή. Ελληνική βερσιόν της αγγλικής λέξης hard-core. Χρησιμοποιείται για άτομα, ταινίες, μουσική.

  1. Έλα μωρή χαρκορίλα...

  2. Καλά, είδα μια τσόντα χτες, και πολύ χαρκορίλα!!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλάζει η τύχη μου, αρχίζουν να μου συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα, γυρίζει ο τροχός.

Τις προάλλες που πήγα στο καζίνο κέρδισα 2.000 ευρώ! Μάλλον άνοιξε ο κώλος μου!

Βλέπε και ανοίγει, σούφρα. Δες και ανοίγει ο κώλος μου στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτικό βοήθημα για τον κώλο. Αποτελείται από ένα φουσκωτήρι και ένα μακρόστενου τύπου μπαλονάκι το οποίο μπαίνει στον πρωκτό και φουσκώνει μέχρι εκεί που θέλετε. Βοηθά να ξεπεραστούν οι όποιοι ενδοιασμοί και ανησυχίες σχετικά με το πρωκτικό σεξ.

- Ο Μάνος με είχε φάει να το κάνουμε από πίσω κι επειδή εγώ φοβόμουν μην πονέσω πήγε και πήρε μια πρωκτοτρόμπα και από τότε του δίνουμε και καταλαβαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκεύος ερωτικής ηδονής για τον κώλο. Αποτελείται από μια βάση και μια προέκταση (μικρή ή μεγάλη, εσείς αποφασίζετε) σε κωνικό κυρίως σχήμα. Βγαίνει σε πολλά μεγέθη, χρώματα και σχέδια.

Ο Τάκης κι εγώ αποφασίσαμε να εμπλουτίσουμε την ερωτική μας ζωή, έτσι πήραμε μια πρωκτοτάπα!

(από vikar, 05/07/11)... (από vikar, 05/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει καεί από τα ναρκωτικά κυρίως. Επίσης το χρησιμοποιούμε και για άτομα που τα σπάνε στο πάρτυ.

  1. Έλα μωρή καΐλα.

  2. Καλά ο Μπάμπης είναι μεγάλη καΐλα... Άκουσα ότι έβαλε χρυσά ρουθούνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκηνικό κατά το οποίο λαμβάνει χώρα ένα ατυχές μικροπεριστατικό. Μπορεί να αναφέρεται σε μικροκαβγάδες, λογομαχίες, διαφωνίες. Σε περίπτωση που το σκηνικό έχει μεγαλύτερη ένταση τότε χρησιμοποιούμε την λέξη σοτοτό, προκειμένου να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση.

  1. Έγινε ένα σότο της προάλλες με τη μάνα μου επειδή τα λεφτά που μου έδωσε για το σουπερ μαρκετ τα έπαιξα στοίχημα...

  2. Οι γονείς του Δημήτρη ανακάλυψαν ότι χρωστάει καμιά 15αριά μαθήματα στη σχολή και έγινε τρελό σοτοτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έξαλλη και χαοτική κατάσταση, ή αλλιώς χαμός. Δεν έχει απαραίτητα αρνητική σημασία. Συνήθως προκύπτει σε περιστάσεις όπου καταναλώνεται αλκοόλ ή όταν γίνονται αποκαλύψεις και έντονες συζητήσεις.

Χτες ο Μήτσος με έπιασε στα πράσα με άλλον και έγινε το πέτσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε πακέτο. Χρησιμοποιούμε την λέξη όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε κάποιο ατυχές περιστατικό, σε κάτι που δεν πήγε καλά.

Προχτές έφαγα μια κούτα γερή... Με έχωσε η μάνα μου να κουβαλήσω 10 τενεκέδες λάδι από το χωριό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified