Ρούκουνα, στην Κρήτη, λέμε την γωνιά του πετρόκτιστου σπιτιού ή του πετρόκτιστου τραφου, που είναι τα ποιο γερό σημείο του κτίσματος. Από τα παλιά κτίρια, που με τον καιρό έχουν πέσει, μένει όρθια μόνο η γωνιά, δηλαδή ο ρούκουνας.

Σαν το ρούκουνα στέκει !!!!! Οντονε δεν κουνεί!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αργεί να γυρίσει ένα τσιγαρλίκι.

- Ε τον ρούκουνα τον Περικλή, το γονάτισε... Γύρνα το ρεεεεεεεεεεε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται από τις αρχές του 1900, αντί του μπεκροκανάτα, δηλ. του μόνιμα μεθυσμένου.

Ο ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας.

(από xalikoutis, 24/03/09)

Βλ. και τσικουδόχοιρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified