Με τη χρήση του όρου προσδίδεται παιδική προσωπικότητα στο υποκείμενο, το οποίο ως παιδί που είναι, είναι αεικίνητο, παίζει, χαίρεται και ουδεμία σταθερότητα έχει.

Είναι γενικώς απρόβλεπτο.

-Πού θα βγείτε;
-Παίζει, δεν το έχουμε αποφασίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει, γίνεται.

Δεν παίζει: δεν υπάρχει, δεν γίνεται.

  1. Έρχεσαι αύριο σπίτι μου να δούμε τον αγώνα; Θα παίζει και μπύρα.

  2. Μη βγούμε ρε Εξάρχεια σήμερα, έμαθα ότι παίζουν φασαρίες.

  3. - 2 ευρώ.
    - Δεν παίζει ψιλά. Να σου δώσω δεκάευρo;

  4. - Έμαθες κι εσύ οτι η Ρένα κερατώνει τον Νίκο.
    - Αποκλείεται δεν παίζει. Την ξέρω τη Ρένα.

Βλέπε παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified