Με τη χρήση του όρου προσδίδεται παιδική προσωπικότητα στο υποκείμενο, το οποίο ως παιδί που είναι, είναι αεικίνητο, παίζει, χαίρεται και ουδεμία σταθερότητα έχει.
Είναι γενικώς απρόβλεπτο.
-Πού θα βγείτε;
-Παίζει, δεν το έχουμε αποφασίσει.
Με τη χρήση του όρου προσδίδεται παιδική προσωπικότητα στο υποκείμενο, το οποίο ως παιδί που είναι, είναι αεικίνητο, παίζει, χαίρεται και ουδεμία σταθερότητα έχει.
Είναι γενικώς απρόβλεπτο.
-Πού θα βγείτε;
-Παίζει, δεν το έχουμε αποφασίσει.
Got a better definition? Add it!
Υπάρχει, γίνεται.
Δεν παίζει: δεν υπάρχει, δεν γίνεται.
Έρχεσαι αύριο σπίτι μου να δούμε τον αγώνα; Θα παίζει και μπύρα.
Μη βγούμε ρε Εξάρχεια σήμερα, έμαθα ότι παίζουν φασαρίες.
- 2 ευρώ.
- Δεν παίζει ψιλά. Να σου δώσω δεκάευρo;
- Έμαθες κι εσύ οτι η Ρένα κερατώνει τον Νίκο.
- Αποκλείεται δεν παίζει. Την ξέρω τη Ρένα.
Βλέπε παίζω.
Got a better definition? Add it!