Από τις βαριοπούλες, τα γνωστά βαριά σφυριά με το μακρύ στειλιάρι, η πιο μεγάλη και πιο βαριά.

Υποπλοίαρχος σου λέει ο άλλος. Έντεκα μήνες έβγαλε αρραβωνιασμένος με τη λούλα...

Βαριοπούλες. Με το κεφάλι των 10 κιλών είναι η λούλσ (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και ο λάκης, στο θηλυκό γένος όμως. Αφορά κυρίως χαρακτηρισμο γυναικών κατώτερης διανοητικότητας, απλοϊκές, ψευτοκυράδες και τα συναφή.

  1. Τί θέλει πάλι αυτή η λούλα;

  2. Κυκλοφορεί μια λούλα, άλλο πράμα, ό τζες.

  3. Τι θες ρε λούλα;

  4. Τόπε πάλι η λούλα!

  5. Να, η λούλα κι ο λάκης της.

(από GATZMAN, 06/06/12)ΛΟΥΛΑ (από perketis, 06/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, ο πούστης. Χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να πούμε σε κάποιον ότι δεν είναι ικανός να κάνει κάτι, δεν έχει τα κότσια.

  1. - Κοίτα τη λούλα πως περπατάει.

  2. - Άντε βρε λούλα, γιατί δεν πας να της μιλήσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified