Κυριολεκτικά, όπως έφη ο jesus σε άλλο ορισμό, είναι το αντίτιμο του γαμησιού (συνηθέστερα χρήματα αλλά κι ό,τι άλλο αντίστοιχο).

1. Όπως αναλύεται διεξοδικότατα και πληρέστατα από τον patsis, το ζήτημα αλλάζει όταν άλλος γαμεί κι άλλος πληρώνει. Τότε τα γαμησιάτικα είν' αυτό που πληρώνει ο λεβεντομαλάκας της υπόθεσης, πράγμα βέβαια άδικο γι' αυτόν, αλλά που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να αποφύγει.

Αν όντως μιλάμε για γαμήσια μπορεί να μας καλύπτει και το πληρώνει τα κερατιάτικα. Και βεβαίως ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά για κάθε είδους σκατοκατάσταση που άθελά του έχει μπλεχτεί κάποιος, οπότε τα γαμησιάτικα μπορεί και να μην έχουν καμία σχέση με χρήματα αλλά να είναι οι ανεπιθύμητες συνέπειες των πράξεων των... γαμιάδων που όμως τη βγάζουν καθαρή (όπως δηλώνει σωστότατα ο Μπεναρόγιας σε άλλον ορισμό). (Τίποτε καινούργιο μέχρι εδώ).

2. Αν μιλάμε για κάποιον λογαριασμό, αγοροπωλησία ή οποιουδήποτε είδους οικονομική συνδιαλλαγή τότε τα γαμησιάτικα είναι όλα εκείνα τα ποσά που δεν μπορούμε ν' αποφύγουμε και φουσκώνουν απαράδεκτα το τελικό ποσό όπως τα πάγια κι άλλα διάφορα τέλη, ο ΦΠΑ, χαρτόσημα, συμβολαιογραφικά/δικηγορικά έξοδα, αλλά και λαδώματα, γρηγορόσημα κι ένας σωρός άλλα νταβατζιλίκια.

Επειδή τις περισσότερες φορές ο γαμιάς είναι το Κράτος (είτε άμεσα είτε έμμεσα δια της απουσίας του) και γαμημένος ο πληρωτής, έχουμε μια αξιοσημείωτη επέκταση - αντιστροφή του όρου: αυτός ο ίδιος που γαμιέται, πληρώνει και τα γαμησιάτικα.

Μερικές φορές συναντάται στη θέση του «γαμιάτικα»: τα έξοδα της τελετής του γάμου, είτε από λάθος, είτε καταχρηστικά, είτε σκωπτικά οπότε και δικαιολογείται σαν λογοπαίγνιο ειδικά αν η νύφη εγκυμονεί.

Επίσης, συναντιέται συχνότατα και σαν «γαμισιάτικα» αλλά υποθέτω πως αυτό οφείλεται στην ύπαρξη του «γαμίσι» αντί «γαμήσι».

1. «..Βρήκαμε δουλειά τώρα. Κάθε ένας παλιοπούστης βολεψάκιας και τρωκτικό της εκάστου σάπιας κυβέρνησης δεν φτάνει που ξέσκιζε, ζητά να του πληρώσουμε και τα γαμησιάτικα. Ε όχι. Έως εδώ!!..» (αγορασμένο και διεκπεραιωτικά παρατιθέμενο).

2i) «Αν η κιλοβατώρα πάει μαζί με τα γαμησιάτικα πέντε φορές απάνω από πρωτομηνιά όπως λένε έε!! θα κόψω το τζακούζι».

ii) «…Γιατί το Cooper ξεκινά από τα 21500 στην Ελλάδα ενώ σε Ιταλία Γαλλία κλπές χώρες ξεκινά από 19- 19500; Γιατί 2500 ευρώπουλα γαμησιάτικα; Μήπως στην Ελλάδα ψάχνουν για μαλάκες;..» (αγορασμένο).

iii) «…Απόκομμα από περυσινό εισιτήριο Πειραιάς Ηράκλειο, ημερήσιο δρομολόγιο, €29,50.
Η εταιρεία έχει ναύλο €23,64 τα υπόλοιπα γαμησιάτικα είναι €5,86. Τα παραπάνω με ένα μόνο λιμάνι προορισμού. Αν αυξηθούν οι στάσεις αυξάνονται και τα γαμησιάτικα…» (αγορασμένο).

Δες και γάμηστρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τη λογική «πούτσα και πρόστιμο», κατά την οποία ο αυτός που ευθύνεται πληρώνει, και με το πρόστιμο να αναφέρεται σε αυτό που είναι κυριολεκτικά τα γαμησιάτικα, δηλαδή το κόστος ενός γαμησίου.
Όταν κάποιος πληρώνει τα γαμησιάτικα, λοιπόν, πληρώνει για να γαμήσει κάποιος άλλος, και άρα άδικα.

Σαν πολύ κάπως δεν την έχουνε δει όλοι τους; Τα κάνουνε όλα πουτάνα και μετά τα γαμησιάτικα τα πληρώνει ο μαλάκας.

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άδικη εμπλοκή τρίτου προσώπου, με αρνητικά συνήθως αποτελέσματα για τον ίδιο, σε καταστάσεις που έχει προκαλέσει κάποιος άλλος.

Με συγχωρείτε, αλλά δε σκοπεύω να πληρώσω τα γαμησιάτικα τα δικά σας, παρατήρησε με έντονο ύφος ο φαντάρος στους υπόλοιπους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άδικα, άσκοπα. Εκφράζει θυμό, δυσαρέσκεια.

Με σταμάτησαν τις προάλλες οι μπάτσοι με το αμάξι και πλήρωσα 50 ευρώ γαμησιάτικα για τις ζώνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified