Πέραν της παραδοσιακής έννοιας, σημαίνει ότι αναλαμβάνω να εκτελέσω σωρηδόν εργασίες, συχνά συναφείς μεταξύ τους ώστε να μού είναι πιο εύκολο, ίσως όμως με λίγο βιασύνη, τσαπατσούλικα και επιπόλαια, ίσα-ίσα για να ολοκληρώσω τις υποχρεώσεις μου, που μάλλον τις βαριέμαι.

Συντάσσεται πάντα με το ρήμα «παίρνω», έτσι ώστε να αναδεικνύεται η εργολαβία της υπόθεσης, το μαζικό της συμπεριφοράς μου.

- Θα κάνουμε τίποτα απόψε το βράδυ, αγάπη μου;
- Άσε ρε μωρό, λέω να κάτσω σπίτι απόψε να πάρω παρτούζα εκείνες τις αγωγές που σέρνω από το καλοκαίρι να τις τελειώσω γιατί ο πελάτης μού έχει πρήξει τον πάπαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομαδικό σεξουαλικό όργιο στο οποίο πολλά άτομα μαζεύονται ταυτόχρονα σε έναν χώρο και επιδίδονται στο αγαπημένο τους άθλημα. Αρχικά, επειδή οι συμμετέχοντες προκειμένου να χαλαρώσουν έπιναν πολλά ούζα, ονομαζόταν συνθηματικά πάρτι με ούζα και για χάρη ευφωνίας έγινε παρτούζα.

- Γυναίκα μπορείς να μου πεις πώς είναι δυνατόν το παιδί μας να είναι κατάμαυρο ενώ και οι δύο μας είμαστε κατάξανθοι;
- Κοίτα να δεις, έπειτα από την περσινή παρτούζα να είσαι ευχαριστημένος που δεν γαβγίζει κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified