Τούρκικη λέξη που σημαίνει: παλιοσίδερα, scrap, και μεταφορικά: παλιόπραμα, ψευτόπραμα, σαραβαλάκι, σακαράκα κλπ

- Να σε ρωτήσω, το καινούργιο μηχάνημα που μας φέρανε αξίζει τα λεφτά του, για είναι κάνας χουρντάς;

(από iwn, 17/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή, χορδάς. Στην γλώσσα των μεταλλάδων, κατσαρολάδων και τηγανάδων (και όχι των μπρίκια κολλώ, μπρίκια κολλώ) αλλά και άλλων επεξεργαστών μετάλλου, ιδίως σε φύλλα ατσαλιού, είναι ο χώρος (ένας λάκκος, συνήθως) όπου πετάγονται τα γρέζια και ό,τι μέταλλο περισσεύει από την πρέσα για να μεταπωληθουν ή να ανακυκλωθουν στο χυτήριο.

Κατ’ επέκταση, ό,τι είναι για τον χορδά, είναι παλιατζούρα, για πέταμα, για τα μπάζα, για ανακύκλωση, gtp, κλπ.

Προέρχεται από την τουρκική λέξη hurda που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Στη slang δε στα τούρκικα, σημαίνει και χασίσι!

  1. - Ρε συ, αυτός ο καινούργιος είναι για τον χουρδά, ρε πστ! Πάλι στραβά κόλλησε τους πάτους στα μπρίκια, τζάμπα τόσο αλουμίνιο γαμώτη!

  2. - Kαλά, έιμαστε όλοι για τον χορδά, ένα χιλιόμετρο περπατήσαμε και μας έφυγε ο πάτος. Αχ, ναμουνι ‘κοσι χρονώ ξανά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου πετάμε τα άχρηστα αντικείμενα.

Το αμάξι του Σπύρου είναι για τον χορντά, δεν πάει βήμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified