Ο Βολιώτης, ο κάτοικος του Βόλου, άκα Κουναβούπολης.

Δεν (μου) είναι απολύτως σαφής ο λόγος του παρατσουκλιού, πάντως στο ιντερνέτι (όπου δεν μαθαίνεις πάντα την αλήθεια) σχετίζεται με την δεύτερη σημασία που δίνει ο Ροτζέριο, δηλαδή «ο βαρεμάρας, ο ρούχλας που βαριέται που ζει και αράζει συνέχεια σπίτι του, όπως το κουνάβι στη φωλεά του».

Πάντως, τους το λένε οι Λαρισαίοι και όχι μόνο, και ιδίως για τους οπαδούς της τοπικής ομάδας της Κουναβίας, του Ολυμπιακού Βόλου άκα Κουναβιακού.

  1. ΤΟυς βολιωτες τους λενε κουναβια γιαιτ καθονται ολοι μεσα στα σπιτια τους και δεν κυκλοφορει κανενας εξω μετα που θα νυχτωσει!!! (δες)

  2. Και ενώ μαζί με δεκάδες χιλιάδες συνοπαδούς μας, αλλά και όλους τους πολίτες της Λάρισας αγανακτούμε και συσπειρωνόμαστε γύρω από την ΑΕΛ μας και την πόλη μας στον αντίποδα παρακολουθούμε το «θέατρο του παραλόγου», την «σιωπή των αμνών, το «μετέωρο βήμα του κουναβιού», εκ μέρους των παραγόντων της γειτονικής πόλης. Είτε μιλάμε για πολιτικούς, είτε για αθλητικούς παράγοντες, είτε για δημοσιογράφους, είτε για την τοπική κοινωνία που όλοι τους δείχνουν ένοχη ανοχή (ή μήπως σιωπηρή υποστήριξη;) απέναντι στον πανελλήνιο εξευτελισμό της πόλης τους. (δες)

  3. milate kai seis re kounavia pou otan paizei o kounaviakos ehete karnavali ekei sto volo kai ntuneste oloi kounaviakos volou (δες)

  4. ΠΑΜΕ ΓΕΡΑ ΓΙΑ ΔΙΠΛΟ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΟΥΝΑΒΙΑ (δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο βρωμύλος, δι' ευνόητους λόγους.

  2. Ο αραγματίας, ο βαρεμάρας, ο ρούχλας που βαριέται που ζει και αράζει συνέχεια σπίτι του, όπως το κουνάβι στη φωλεά του. Συνώνυμο: καναπές.

Σχετικό ρήμα: κουναβιάζω = αράζω μέσα και δεν έχω όρεξη ούτε για μπλακ κάβιαρ, ρουχλιάζω, μουχλιάζω κλπ.

  1. - Άντε ρε κουνάβι ξεκόλλα λίγο απ τον καναπέ σου να πάμε για κανένα ποτάκι.
    - Βρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο γρύλος σου..

  2. - Ρε μην κουναβιάζεις σου λέω, Σάββατο βράδυ πάλι στο σλανγκ θα κάτσεις, παρέα με τους καμένους;
    - Εσύ τι ζόρι τραβάς; Ναι θα αράξω σλανγκ και πήγαινε τώρα να δεις αν έρχομαι.

(από GATZMAN, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουτοπόνηρος κρυψίνος. Κάτι σαν τον μουλωχτό αλλά σε πιο βλάκα. Συνήθως εμφανίζεται με καινούργιο αυτοκίνητο, γκόμενα, κινητό, υπολογιστή κτλ, χωρίς να το έχει συζητήσει καν με τους φίλους του, γιατί νομίζει ότι θα τον συμβουλέψουν κακοπροαίρετα ή θα πάνε να το αγοράσουν πριν από αυτόν.

- Τίνος είναι αυτό το i-phone;
- Του Βασίλη.
- Α το κουνάβι! Πήγε και το πήρε κρυφά ε;
- Δεν είπε σε κανέναν τίποτα ο μαλάκας.
- Φοβήθηκε μην το πάρει πρώτος κάνας άλλος...

(από aias.ath, 03/12/09)(από aias.ath, 03/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified