Αυτός που επαναλαμβάνει κάτι χωρίς καμία πρωτοτυπία. Επίσης, αυτός που γίνεται φερέφωνο μιας ιδεολογίας. Λέγεται ιδίως για δημοσιοκάφρους που γίνονται τηλεντελάληδες του συστήματος διαχέοντας εκδοχές της πραγματικότητας και αξιολογήσεις που υποβοηθούν ένα καθεστώς. Λέγεται, όμως, και για κομματόσκυλα γραμμιτζήδες που διαδίδουν τη γραμμή που έχει περάσει από τη μονταζιέρα του κώματος.

1. Λεφτά (πάντα) υπάρχουν! Για συστημικά παπαγαλάκια

2. Γιατί άραγε ξεσηκώθηκε τόση φασαρία για τα πράσινα παπαγαλάκια;

(από Khan, 06/02/15)Blast from the past - πράσινα παπαγαλάκια (από σφυρίζων, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός γερανός στην πλάτη της καμπίνας του οδηγού σε φορτηγά, που χρησιμοποιείται για να ανεβάζει και να κατεβάζει αντικείμενα από την καρότσα του.

Το φορτηγό είναι εφοδιασμένο με αναδιπλούμενα ποδαρικά για αυξημένη ευστάθεια κατά τη διαδικασία φόρτωσης/εκφόρτωσης.

- Ρε μάστορα, με τι έφερες την παλέτα με το λίπασμα; Πώς θα την κατεβάσουμε από το φορτηγό; Χάθηκε να τη φέρεις με το φορτηγό με το παπαγαλάκι να τελειώνουμε; Τώρα πρέπει να την σπάσουμε και την κατεβάσουμε σακί σακί.

(από vzoom, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο μεταλλικός αγκτήρας, ένα χειρουργικό εργαλείο περίπου όμοιο με το τσιμπιδάκι με το οποίο ξεσυρράπτουμε φύλλα χαρτιού, και το χρησιμοποιούμε για την αφαίρεση μεταλλικών ραμμάτων μετά την επούλωση του τραύματος.

- Πάλι με συρρραπτικό έραψε ο τρόμπας ο εφημερεύων, θα είχε φαίνεται ένα αγριογούρουνο στη φωτιά να προλάβει. Φέρε το παπαγαλάκι προϊσταμένη, έχει γίνει εδώ ένα χηλοειδές, να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που διαδίδει φήμες. Χρησιμοποιείται στο ΧΑΑ.

- Φίλε αγόρασε ΚΛΩΝΑΤΕΞ, θα πας ταμείο.
- Πάλι κανένα παπαγαλάκι σου το 'πε; Σαν την άλλη φορά που πήραμε ΚΟΥΒΑΔΕΞ και βάρεσε κανόνι;

Όλοι γνωρίζουμε τι είδους πουλιά είναι οι παπαγάλοι... (από Hank, 03/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified