Πρέζα λέμε μεταφορικά κάτι (κατάσταση, σχέση) που, από κει που μας ήταν μια απλή συνήθεια, έχει γίνει βαριά εξάρτηση, ακριβώς όπως η πρέζα που άπαξ και πιάσεις δουλειές με δαύτη δεν κόβεται εύκολα ή δεν κόβεται καθόλου.

«Πρέζα του 'χει γίνει το σλανγκρ, μια μέρα να μη μπει παθαίνει σύνδρομο στέρησης», θα έλεγε κανείς κάποτε για τον Γκατσμαν που τελικά χάθηκε από το προσκήνιο.

(από Khan, 03/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η ηρωίνη. Συνηθίζεται να το λένε και για σκληρά ναρκωτικά γενικά ή μεταφορικά για οτιδήποτε προκαλεί πολύ δυνατή εξάρτηση.

Πρέζα δεν είναι μόνο η ηρωίνη, αλλά... η ηρωίνη ΣΚΟΤΩΝΕΙ!

Παύλος Σιδηρόπουλος

(από ironick, 22/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified