μπονταίος redirects here.

(Πάτρα) Σωματώδης τύπος, σφίχτης, σφίχτερμαν, Σίνης ο πιτυοκάμπτης (βλ. ημίζ).

Εκ του body (αγγλ.) Να μην συγχέεται με το χωρίον Μπονταΐικα Ηλείας, ούτε με τους κοτσικορέους, που είναι περισσότερο βίαιοι παρά σωματώδεις.

-Τί έγινε εχτές στο μαγαζί ;
-Άσε, ένας ετράβηξε ζόρι για κάτι πιπίνια και επλακώσανε κάτι μπονταίοι του μαγαζού απο την Ταραμπούρα και τον εκάνανε δάπεδο ...
-Ωχ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φουσκωτός επιδειξίας, αυτός που στο γυμναστήριο φοράει εφαρμοστά αμάνικα, προσφέρεται να δείξει (μόνο σε καλές γκόμενες) πώς γίνεται σωστά η άσκηση και περιφέρεται σφιγμένος από τους διαδρόμους και τα ποδήλατα μέχρι τα πεκ-ντεκ, έχοντας άποψη για κάθε τύπο άσκησης.

Συναντάται επίσης και σε πολυσύχναστες παραλίες το καλοκαίρι, παίζοντας κυρίως ρακέτες και έχοντας αδειάσει όλο το coppertone στο σώμα του. Το λήμμα προέρχεται από την αγγλική λέξη body (σώμα).

- Χθες ο Φλοίσβος ήταν γεμάτους μποντέους που παίζαν ρακέτες. Αν έκανε ντου η υπηρεσία αντιντόπινγκ εκεί θα γέμιζε 10 κλούβες!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωρωμένος με το body building (εξ' ου και bod-έος). Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά, για να χαρακτηρίσει κάποιον που η κρεατίνη και τα στεροειδή του έχουν καταστρέψει τον εγκέφαλο.

Εμφανίζεται και ως ουδέτερο: το μποντέο.

- Πόσα σηκώνεις πάγκο;
- 195 κιλά
- Έλα ρε μποντέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified