Ο ασφαλίτης, ο κρυφός αστυνομικός.
Συγκεκομμένη εκδοχή του ασφαλίτη, δηλαδή του αστυνομικού που υπάγεται στον Κλάδο Ασφάλειας και Τάξης (βλ. και το οργανόγραμματης ελληνικής αστυνομίας) και ειδικότερα στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας ή στη Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας. Συνήθως αναφέρεται στον undercover ασφαλίτη, ντυμένο με πολιτικά, που τρουπώνει όπου υπάρχει έγκλημα, δια να συλλέξει πληροφορίες εκ των έσω και να το πατάξει.
Η λέξη ασφαλίτης δεν αποδίδει ιδιαίτερη χροιά, αφού ασφαλίτες είναι και οι αστυνομικοί του Τμήματος Οικονομικών Εγκλημάτων. Αλλά ο λίτης προκαλεί τη λαϊκή μήνιν, μιας και ποτέ δεν τρουπώνει στα άντρα της μεγάλης κομπίνας και του μεγάλου ξεπουλήματος (κομματικά γραφεία, μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες - to name a few), αλλά προτιμά να φύεται σε πορείες και να φακελώνει τους Εχθρούς του Έθνους, όπως όσους ασχολούνται με πολιτική εξ αριστερών και δώθε (και μόνο) ή όσους πίνουν κάνα μπάφο πού και πού. Ή τουλάχιστον, έτσι λένε στην πιάτσα.
Γράφεται άλλοτε με -ι- και άλλοτε με -η-, επειδή μπορεί να προέρχεται εξίσου από τον ασφαλίτη ή από τον αλήτη αντιστοίχως, μιας και ως γνωστόν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. («Αλήτες! Είναι! Τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες!»)
Σημειώνουμε και το παλιό συγκρότημα Λήτης+Τρικ, με το θρυλικό άσμα «Ποδανά», αν και θεωρείται ότι ο συγκεκριμένος Λήτης είναι ο αλήτης (με την καλή έννοια) και ουχί ο ασφαλίτης, βεβαίως βεβαίως.
Ετυμ.: ασφαλίτης < ασφάλεια < αρχ. ασφαλής < α στερητ. + σφάλλομαι (= σκοντάφτω, τρικλίζω)
αλήτης < αρχ. αλάομαι (= περιφέρομαι εδώ κι εκεί)
(τυπική προειδοποίηση από indymedia)
Προσοχή! Έχουν κατέβει 4 διμοιρίες στα Εξάρχεια, κλούβα στην Ακαδημίας και λίτες στη Χαριλάου Τρικούπη! Όποιος κατέβει να κρατάει ταυτότητα!
- Αυτός ο μακρυμάλλης ο αξύριστος τι ρόλο βαράει; Δεν τον έχω ξαναδεί.
- Λήτης είναι. Το νου σου.
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified