Σχετικό και το μάνα καημένη.
Στην ψαραγορά της Θεσσαλονίκης λέγεται για το ψάρι τρίτης διαλογής - ξεχωρίζουν τα πρώτα ψάρια τα ακριβά, ξεχωρίζουν τα δεύτερα τα πιο λαϊκά και στο τέλος μένουν μικρά ψαράκια διαφόρων ειδών (γοβιοί, χάνοι, μικροί σπάροι και σκορπίνες) που δεν αξίζει καν να μπουν στον κόπο να ξεδιαλέξουν. Αυτό το ευτελούς αξίας συνοθύλευμα λέγεται βαλούτα.
Τι περίεργο... το εκατονοχτακόσια το λέω τουλάχιστον άπαξ ημερησίως, τα άλλα δυο δεν τα είχα ξανακούσει...
Επίσης παλιό και το τάληρα μοιράζουνε;
Συχνά λέγεται και πατερμά.
Βέβαια, έχεις δίκιο. Αχ, αυτό το Έμενταλ...
Μπαγλάν ακούγεται να είναι από το τούρκικο bağlanmak = δεμένος, εξ ου και μπαγλαρωμένος. Μου φαίνεται ότι θέλει να πει πως τα κουκιά είναι δεμένα, σίγουρα - τώρα τι κουκιά ειν' αυτά (ψήφοι;) δεν ξέρω.
Μεγάλο μήδι, όντως! Αλλά όχι αρκετά μεγάλο. Παίζει καμμιά μεγέθυνση, κάποιο blow up, κάτι σε high resolution τέλος πάντων...
Κι εγώ το σκέφτηκα, να σου πω... ότι είναι νεκταρίνια. Αλλά η φωτό βγήκε σε image search για yarma şeftali που είπε ο Χότζας και είπα μήπως οι Τούρκοι ξέρουνε κάτι παραπάνω...
Εξαιρετικό το λινκ!
Λιλί - ακριβέστερα, λιλίν - στα Ποντιακά είναι το τσουτσούνι, οπότε και λιλιά είναι τα τσουτσούνια. Για να ξέρουμε τι κρεμάμε πού. Α, μπερδεγουέη, τοπ ορισμός.
Γιατί το λες αυτό; Τα ροδάκινά μου έχουν ακομη τα φλούδια... ;-)
ΤΑ τελειωμένα μήδια.
Τα τσιγαρόχαρτα ήταν ροζ για να παταχθεί το λαθρεμπόριο καπνού και να μπορεί το κράτος να εισπράττει τον φόρο. Τα ροζ τσιγαρόχαρτα ήταν για αποκλειστική χρήση των καπνοπαραγωγών στους οποίους το κράτος - την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενο - έδινε το δικαίωμα να καπνίζουν αφορολόγητο καπνό. Το ροζ στριμμένο τσιγάρο ξεχώριζε κι αν το όργανο έβλεπε κάποιον που δεν έμοιαζε με παραγωγό να το καπνίζει ρωτούσε να μάθει πού τα βρήκε τα χαρτάκια και - κυρίως - τον καπνό.
Μπράβο, μπράβο! Να ζήσετε! Να μας πείτε οπωσδήποτε πού θα κάνετε τη λίστα γάμου!
Υπάρχει φοβερή παπαριά Γαλλικής παραγωγής του 1977 με τίτλο «Χέλγκα, η λύκαινα του Στίλμπεργκ» - δεν ξέρω πώς μεταφράστηκε - με κλασική Χέλγκα με μαστίγιο κι έτς. Δείτε το 10ο και 11ο μήδι.
Και γιατί δεν θα πεις το τρίτο παράδειγμα;
Σπεκ, έστω καθυστερημένο.
Το σβήνω αμέσως από το πρόχειρό μου. :-)
Πολύ ενδιαφέρουσα λέξη - πρώτη φορά την ακούω ως μπιρμπιτσόλι και με αυτήν την σημασία. Το πιριπιτσόλι ή πιρπιτσόλι, αντιθέτως, με την σημασία που έχει καταχωρηθεί, το ξέρω από παλιά και την συναντώ την λέξη ακόμη - βρήκα και δυο πρόσφατες αναφορές ονλάιν εδώ και εδώ. Πολύ εντύπωση μου κάνει ότι δυο λέξεις τόσο κοντά ηχητικά - και μάλιστα και τόσο περίεργες - έχουν τόσο διαφορετικές σημασίες. Προήλθε η μια σημασία απ' την άλλη; Παίζει τπτ βορράς-νότος;
Πρόσφατος διάδοχος ίσως του γαλλικού comme ci comme ça το οποίον και έχομεν καταγράψει ως κομψί κομψά.
Σύγκρινε και χαμογελάιδας. Μάλλον δεν είναι το ίδιο αλλά δεν είναι και άσχετο.
Εξαιρετικό! Ένα από τα πολλά καλά των τελευταίων μηνών που βλέπω με καθυστέρηση.
Σωστός, V-μαν! Το ακούω επίσης και με την έννοια ότι κάποιοι είναι ανυποψίαστοι, αφελείς, θύματα που από χέρι δεν πρόκειται να φέρουν αντίσταση. Π.χ.
[I]- Και του λέω, μην μπεις εγγυητής, θα στα φάνε... αλλά ποιός ακούει...
- Ε, καλά... αφού είναι νομιστεράκι το άτομο...[/I]
Ή, άλλο
[I]- Τι είναι ωρέ αυτή η Tάουρας που κληρωθήκαμε;
- Άσε, κάτι νομιστεράκια απ' τη Λιθουανία... έχουμε περάσει...[/I]
Αναφωνείται και εν χορώ από την ποδοσφαιρική κερκίδα όταν παίκτης του αντιπάλου τραυματίζεται σχετικά ελαφρά και αποχωρεί από τον αγωνιστικό χώρο χωλαίνων για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες.
Επίσης, θα ανοίξεις ή θα ανοίξει ο κώλος σου - από το καθησιό ή την ξάπλα.
Μερικές σκόρπιες παρατηρήσεις
Για τους πραγματικούς αρχηγούς της συνωμοσίας αυτής, και ειδικά για τον Μάκη τον Μανάβη, δες και το λήμμα λαχαναγορίτης.
Όχι ακριβώς. Έχει γίνει όμως μια συζήτηση για τον μπεκιάρη στο λήμμα μπακούρι.
Σχετικό, κατά μια έννοια, και το μυαλογαμίστρα.