Τοπικός ιδιωματισμός, από ποιά περιοχή;
Πραγματικά, κι εγώ τις βρυσιές δεν τις μπορώ καθόλου. Μα είναι πράματα αυτά, ολόκληρη βρύση στο κεφάλι τον άνθρωπο;
Το ανάλογο ψυχιατρικό στη Θεσσαλονίκη είναι «για το Λεμπέτη», την ομώνυμη κλινική στη Σταυρούπολη, περισσότερες πληροφορίες εδώ. Μέχρι πρόσφατα σχετικά, η ονομασία επεβίωνε ως στάση λεωφορείου.
Μωρέ, όλα αυτά - Δαφνί, Συκιώτη, Σπινάρη, Λεμπέτη - μήπως πρέπει να μαζευτούνε σ'ένα λήμμα; Γιατρέ μου, το΄χεις;
12 Δεκεμβρίου 2009, ώρα Ελλάδος 14.38
Μόλις με επισκέφθηκε ο φίλος μου και έβαλε 0 σε ορισμό και λήμμα.
Για τον ορισμό, δεν πειράζει. Η εξήγηση ανήκει στην σφαίρα της ψυχοπαθολογίας.
Αλλά το 0 στο λήμμα, πραγματικά είναι κρίμα. Δεν την έβγαλα εγώ τη φράση και, συνεπώς, ούτε καν με τη δική σου «λογική» έχει νόημα να την τιμωρείς.
Και απορώ γνησίως τι δουλειά έχει σε αυτό το σάιτ κάποιος που εμφανώς μισεί τόσο πολύ τη γλώσσα.
Μάστα και φύγε.
Xους ει και εις χουν απελεύσει…
Δες κι αυτό: μπλαμούτσα.
Ναι, ναι τούβλο. Πόσα τούβλα χωρούσανε σε μια κούτα Πάμπερς;
@ Mes Αυτό εννοείς, προφανώς: της πουτάνας το κάγκελο. Πράγματι, εξαιρετικό λήμμα.
(Νταξ δηλαδής, άμα δεν σε αρέζουνε αι ιστορικαί αναδρομαί, πες το μας κι έγινε... μούμπλε μούμπλε)
Όχι, το εξοστρακίζομαι ήταν στις 9/12. Τόβαλα κι αυτό.
Σαν σήμερα, πριν ένα χρόνο. Το τοπ λήμμα της 9ης Δεκεμβρίου 2008.
@ Hodjas Και συ, το καλόγερος είναι σούπερ.
@ vikar Καλά, γιατί δεν τ' ανεβάζεις ως έχει; Εξαιρετικό είναι.
@ vikar Όντως πολύ αποτελεσματική η ατάκα ως απάντηση στη συγκεκριμένη ερώτηση των συγκεκριμένων παπαρολεβιέδων. Ωστόσο, αν για κάποιο λόγο - που δεν μπορώ να φανταστώ ποιός μπορεί να είναι αλλά λέμε τώρα - δεν θελεις να το χοντρύνεις με τη μία έχω να προτείνω τις εξής δυο εναλλακτικές:
α) Παίζω ρουλέτα/Παίζω πόκερ/Βάζω στοιχήματα στα άλογα. (Παύση δύο τακ). Και κερδίζω.
β) Δεν δουλεύω. Έχω λεφτά και δεν χρειάζεται.
Δοκιμασμένα. Κυκλοφορεί και η αγγλική έκδοση, την διαθέτουμε και αυτήν σε καλή τιμή.
Σαν σήμερα, πριν ένα χρόνο.
Το τοπ λήμμα της 8ης Δεκεμβρίου 2008
Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Guts στα αγγλικά είναι τα έντερα και ευρύτερα η κοιλιά και το στομάχι. Είναι παλιά Αγγλοσαξωνική λέξη - χρονολογείται από τα πρώτα χρόνια του Μεσαίωνα.
Για το κότσι, αντιγράφω τον ορισμό που δίνει το λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη:
κότσι το [kótsi] O44 : 1. (οικ.) ο αστράγαλος, ιδίως των ζώων. || σε ΦP με τη σημασία της φυσικής ή ηθικής αντοχής σε κτ.: δε βαστούν τα κότσια μου. αν έχεις κότσια. δεν έχει κότσια. θέλει (γερά) κότσια αυτή η δουλειά. || (πληθ.) παλιό παιδικό παιχνίδι. 2. οστέινο εξόγκωμα, παραμόρφωση που παρατηρείται συνήθ. στα άκρα. 3. τμήμα σφαγίου που αντιστοιχεί στο μυώδες τμήμα της κνήμης του ζώου. [μσν. κότσι(ν) < κόττιον αστράγαλος΄ ίσως < ελνστ. κόττ(ος)
κύβος΄ (δες στο κοτώ), επειδή χρησιμοποιόταν ως τυχερό παιχνίδι, με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi], ή < σλαβ. kost `κόκαλο΄ -ιον και αντιμετάθ. των συμφ.]
Σωστός. Αναρωτιέμαι αν ο αρούκαλος, ο αρούγκανος και ο αρούκατος συγγενεύουν.
Το χέσε ή φύγε από τη χέστρα είναι μετάφραση του αμερικάνικου shit or get off the pot. Δεν έχει καμία σχέση με χέσιμο, πέραν του λογοπαιγνίου, και προέρχεται από την αργκό του πόκερ. Διότι pot είναι βέβαια το καθήκι αλλά είναι τα λεφτά που παίζονται σε μια δεδομένη στιγμή στο τραπέζι - big pot είναι το καθ'ημάς καλό κόλπο, μεγάλο κόλπο. Shit or get off the pot λένε σε κάποιον που είναι σειρά του να μιλήσει, να ποντάρει, και αυτός το καθυστερεί - δες και ντούκου. Σημαίνει, δλδ, ή βάλε λεφτά κάτω ή πήγαινε πάσο και σταμάτα να διεκδικείς το ο,τιδήποτε.
Αυτό το λήμμα θα μας βγάλει δουλειά.
Το ρήμα το δίνει και ο Τριανταφυλλίδης πάνω-κάτω όπως ο Αίας -> πετσικάρω [petsikáro] P6α μππ. πετσικαρισμένος & πιτσικάρω [pitsikáro] P6α μππ. πιτσικαρισμένος : (προφ.) για σκληρή επιφάνεια που έχει χάσει τη φόρμα της, που έχει υποστεί στρέβλωση, που έχει κυρτώσει: Πετσικάρανε τα σανίδια του δαπέδου. Το ετυμολογεί δε από το ιταλικό pizzicar(e)=τσιμπάω. Από το οποίο, αν δεν απατώμαι, είναι και το pizzicato στη μουσική.
Το πέτσικος ο Τριανταφυλλίδης δεν το έχει. Το έχει, όμως, ο Μπάμπης ως εξής: 1. πολύ λίγος, αυτός που δεν επαρκεί για κάτι, συν. λειψός 2. (ειδικότ. για σκληρή επιφάνεια) αυτός που έχει κυρτώσει. Ο πρώτος ορισμός είναι αυτός που δίνει η livepedia, ενώ ο δεύτερος αυτός που λέει ο Αίας. Επειδή οι σημασίες είναι διαφορετικές, αναρωτιέμαι μήπως τελικά πρόκειται για δυο ομόηχες λέξεις με διαφορετικές ίσως καταβολές.
Το σκουράτζος (και σκουράντζος) έχει ενδιαφέρον και στην κυριολεξία του -> παστή ρέγγα. Ψάχνοντας βρήκα αναφορές και σε Επτανησιακά γλωσσάρια (κυρίως Κερκυρέικα) αλλά και στην Πελοπόννησο (Μεσσηνία, Ηλεία, Αρκαδία). Στη Μακεδονία δε νομίζω να το ξέρουμε. Ιταλική επιρροή;
Το σκουράντζος με την μεταφορική του σημασία το χρησιμοποιεί ο Τσιφόρος αλλά βέβαια δεν θυμάμαι πού. Είναι, νομίζω, το τυπάκι το μικροκαμωμένο, μάλλον μαυρογκάγκανο, σκέτο νεύρο και ζόρι.
Σκουράντζος προκύπτει και ως χαρακτήρας στην ταινία «Ο Μπαμπάς Εκπαιδεύεται» (1953). Τον υποδύθηκε ο άγνωστος σε μένα Νίκος Ματθαίος.
Συμπληρώσεις/διευκρινίσεις πληζ.
@ aias.ath
Πρώτον, ούτε να το σκέφτεσαι να πεθάνεις. Έχεις πολλή δουλειά ακόμα.
Δεύτερον, ρε πστ μου, τι να είναι το πακέτο; Virtual ...κι έτσι;
Αντιδάνειο είναι, νομίζω. Από το ρυθμός πέρασε στα λατινικά ως rithmus και από κει στις διάφορες δυτικές γλώσσες που αναφέρθηκαν με διάφορες ορθογραφίες. Ο Τριανταφυλλίδης λέει ότι επέστρεψε στα Ελληνικά από το Ιταλικό rima.
Στα γαλλικά η ρίμα είναι rime, στα ιταλικά rima, στα αγγλικά είναι rhyme και στα γερμανικά Reim . Οπότε, αν το πάμε έτσι, έχουμε επιλογή και το -ι και το -υ και το -ει.
Τι ακριβώς θα πει πέτσικος/-η; Ωραία λέξη ακούγεται, δεν την ήξερα, την βρήκα στην Livepedia ως ο ελλειπής, ο ανεπαρκής, αλλιώς ξίκικος. Είναι σωστό;
Στην φουλ έκδοση - μάλλον κυκλοφόρησε αμέσως μετά την Απελευθέρωση το '44
[I]Γιουπι για για, γιουπι, γιουπι, για
Γιουπι για για, γιουπι, γιουπι, για (δις)
Τα κορίτσια που'χαν πρώτα Ιταλούς,
τα κορίτσια που' χαν πρώτα Γερμανούς
τώρα έχουν εγγλεζάκια με κοντά παντελονάκια
κι από πίσω ένα σύνταγμα Ινδούς.
Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;
Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;
Το ένα μου φωνάζει σι, το άλλο μου φωνάζει για
τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;
Το ένα είναι γερμανού ναζισταρά,
το άλλο είναι ιταλού φασισταρά,
και το τρίτο είναι το δικό μας,
γαμώ το κέρατό μας, αγάπη μου γλυκιά
γαμώ το κέρατό μας, γαμώ το βασιλιά![/I]
Υπήρχε, ως αντιφώνηση, και η εξής στροφή
[I]Εμείς τον θέλουμε παιδιά τον βασιλιά,
εμείς τον θέλουμε παιδιά τον βασιλιά,
να μην είναι στο παλατι
να πουλάει Ριζοσπάστη
και να κάνει ό,τι θέλει η εργατιά [/I]
Το τραγουδάκι γνώρισε νέες πιένες το '74, στο δημοψήφισμα για την κατάργηση της μοναρχίας.
Η λέξη γιούπι, μπερδεγουέη, είναι ελληνική - συμφυρμός (άτσα!) των αγγλικών λέξεων yippee και whoopee, επιφωνήματα που σημαίνουν το ίδιο πράμα.
Ώρε Πάτση, πώς τόκαμες φτούνο το μαγικό, ρε πδι μ';
Άκου να δεις... Μπράβο, ρε!
Ετυμολογικά, από το τουρκικό ibne, τουλάχιστον κατά τους Τριανταφυλλίδη και Vrastaman. Από εδώ και το μπινελίκι.
Πραγματολογικά, καμμία αντίρρηση :-)
Τοπικός ιδιωματισμός, από ποιά περιοχή;