Στοοος!
Συχνά απαντάται και ως «στους γιατρούς να τα δώσεις».
Σπεκ κι από μένα, Iron! Ευτυχώς που υπάρχει κι ο βίκαρ για να μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα...
Τώρα, γιατί αυτό τη λήμμα εγώ το διαβάζω συνέχεια γαμησοπασχάλης; Θα γίνω καλά, γιατρέ μου;
Κάτι σαν real housewife μείον 10-15 χρόνια;
Póg mo thóin στα Ιρλανδέζικα. Προφέρεται πογκ μαχόουν, pogue mahone, εξ ου και το 80ζ συγκρότημα The Pogues - βλ. και μήδια.
Ένα εξαιρετικό γλωσσάρι της σκακιστικής αργκό μπορείτε να δείτε εδώ.
Και κλαμμένο μουνί.
Μήπως το λήμμα θα έπρεπε να μπει ως [i]του τον έπαιξε στα δύο κωλομέρια[/I];
Τώρα κι εγώ... Αλλά χρειάστηκα βοήθεια.
Η πλαστικότης της Ελληνικής γλώσσης.
Τι θα πει να «κανθεί»; Και συγνώμη προκαταβολικά αν είναι κάτι προφανές...
Ίσως ο φίλος pissas21 να ανέβαζε το ματσακόνι έτσι όπως το χρησιμοποιεί, με την έννοια του «καλού παιδιού» - δεν το έχουμε.
Υπάρχει, με μια μικρή διαφορά --> ντιλμπάζα
@ khan - εκπληκτικό κονέ!
Ως εναλλακτική προέλευση - λέω εγώ τώρα - προτείνω το Νε Να Να Να των Vaya Con Dios. Ή, έστω, ως μουσική υπόκρουση.
Αναρωτιέμαι τι σχέση έχει με το frikandel, το Ολλανδέζικο τηγανιτό λουκάνικο, γνωστό και στο Βέλγιο και τη Γαλλία ως fricadelle.
Δες κι εδώ. Γενικά ο γούγλης δίνει αποτελέσματα για братим και ο μεταφραστής του το δίνει ως αδελφοί αλλά δεν επιμένω.
братим (προφέρεται μπράτιμ) στα βουλγάρικα σημαίνει αδελφοί, πληθυντικός του брат.
Μπράτιμοι στα χαλκιδιωτικά είναι οι συγγενείς του γαμπρού που τον συνοδεύουν στην εκκλησία - αδέρφια, ξαδέρφια κ.α. Θυμάμαι σε γάμους, σχετικά πρόσφατα, που οι μπράτιμοι ξεχώριζαν γιατί στο πέτο φορούσαν κάτι χαρακτηριστικό - εικονίτσα με κορδελάκι π.χ. Μπράτιμος είναι, ας πούμε, αυτό που στα αγγλικά λέγεται best man. Γενικότερα, όπως λέει και ο ορισμός, είναι ο κολλητός φίλος, ο βλάμης. Δες και εδώ και εδώ και σε διάφορα λαογραφικές ιστοσελίδες απ'όλη τη Β. Ελλάδα.
Στη Χαλκιδική πάντα, η λέξη, που προφέρεται μπρατ'μους, χρησιμοποιείται και ειρωνικά για κάποιον που έχει βάλει τα καλά του σε άσχετη φάση και καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι ως μη έδει.
Σωστότατος Στέφανος.
Σε όσους συμβαίνει τακτικά το (2), η προφανής δικαιολογία είναι «πάσχω από ναρκοληψία». Ήξερα τύπο που στάνταρ κοιμότανε ακριβώς στα μεσημεριανά σεμινάρια/μητινγκς και μας παραθύμιαζε χρόνια ολόκληρα χωρίς να μπορεί κανείς να του πει και τπτ.
Ως υποπερίπτωση, το (2) παρατηρείται και σε περιπτώσεις ελαφράς μέθης. Ίσως να προκαλείται/επιτείνεται από κούραση ή/και πολυφαγία, ίσως όμως και να είναι ασφαλής ένδειξη ότι ο τύπος έχει μικρές αντοχές στο αλκόολ.
@ khan: λογικότατη είναι η ανάλυση που κάνεις αλλά ποτέ, νομίζω, δεν έχω ακούσει την κοινή αυτή φράση να λέγεται με τρόπο που να μεταφέρει τις συνδηλώσεις που αναφέρεις. Τα όσα γράφει ο guess (ορισμός+παράδειγμα) είναι πολύ πιο κοντά στο να αποδώσουν την σημασία και, κυριως, την φόρτιση της φράσης, εν μέρει τουλάχιστον.
Αυτό που δεν προκύπτει σαφώς από τον ορισμό του guess αλλά ούτε και από την ανάλυση του khan είναι ότι η φράση κάτσε μέχρι να φύγεις χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα σε ένα-δυο συγκεκριμένα micro contexts και έρχεται πάντα ως απάντηση/αποστροφή/ρελάνς σε ένα-δυο συγκεκριμένα πράγματα που είπε κάποιος άλλος. Τα σκηνικά για τα οποία μιλάμε είναι:
[I]Λάκης: Καλώς το Σάκη... Like the snows... Έλα, κάτσε...
Σάκης: Δε θα κάτσω, βιάζομαι, φεύγω...
Λάκης: Αρντάν, δικέ μου... κάτσε μέχρι να φύγεις...[/I]
Εδώ, ο Λάκης λέει στο Σάκη να κουλάρει και επειδή δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, αφού ο Σάκης προφ μας έχει γραμμένους, να σηκωθεί και όντως να φύγει και να μην μας αγχώνει και τους υπόλοιπους
Σάκης είναι πλέον ΟΡΘΙΟΣ.
[I]Σάκης: Φεύγω...
Λάκης: Νταξ, κάτσε μέχρι να φύγεις...[/I]
Αν Σάκης είναι σε τέλος χρόνου, το κάτσε μέχρι να φύγεις σημαίνει: επιτέλους, άδειαζε μας τη γωνιά - σχετικό και το μαμαδίστικο ε, να μην σας κρατάμε άλλο...
Αν Σάκης μας έχει κουράσει με το τώρα φεύγω, ύστερα φεύγω κι ακόμα εδώ είμαι, το κάτσε μέχρι να φύγεις του λέει είτε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα μείνει και να μείνει είτε, αν αυτό δεν γίνεται, όντως να σηκωθεί να φύγει.
Αν Σάκης μας τη σπάει γιατί φεύγει νωρίς, η φράση δηλώνει: νταξ, άπαξ και μας έχεις γραμμένους και την κάνεις, φύγε μια ώρα αρχύτερα και μη μας τη χαλάς περαιτέρω.
Μα και το γιουροβύζιον δεν λειτουργεί μόνον στον γραπτό λόγο;
Χρησιμότατη έκφραση, ειδικά σε φάσεις του τύπου, π.χ.:
...πήρα απ' τον Αρμένη έναν (μ)παστουρμά κάτσε καλά...
Γνώμη μου είναι ότι το κάτσε καλά Γεράσιμε είναι μια απλή νουθεσία, δεν εκθειάζει δηλαδή κάτι.
Το τζατζόγρια είναι παραφθορά του τζαντόγρια. Το τζαντόγρια έχει ως πρώτο συνθετικό την τούρκικη λέξη cadi (προφέρεται τζαντί) που σημαίνει μάγισσα, γριά στρίγγλα. Στα ελληνικά απαντάται και ως τζαντή, η και τζαντί, το με την ίδια ακριβώς σημασία. Είναι, εννοείται, πολύ παλιά λέξη.
Ο επιστημονικός όρος είναι βρώμικο μυαλό.
Συνηθέστερο το γεροντότεκνο, νο; Με τον τόνο στην προπαραλήγουσα;
Δες και μπλενταρισμένος και μπλεντερισμένος.
Δες και τζαπόνια.
Ακούγεται κατ' αυτάς πολύ, νομίζω, και το παρεάκι - που το έχουμε μεν ως τρελό παρεάκι αλλά, βέβαια, δεν είναι το ίδιο. Όπως διαφορετικό είναι, ασφαλώς, και το παρεΐτσα. Τέσπα, αν τόχει κάποιος καλά το παρεάκι, ας το ανεβάσει.
Ασφαλώς από το kör όπως λέει ο patsis αλλά και ο iwn στο κιόρος. Βλ. επίσης και το λήμμα γκιόρμεντεν, που θα μπορούσε να είναι και κιορμεντέν.
Στα ποντιακά, εξ όσων μπορώ να βρω, τυφλός είναι κιορτς. Πάντως, οι λέξεις αυτές, με τη ρίζα κιορ-, σαφώς και δε χρησιμοποιούνται μόνο στα Ποντιακά. Για παράδειγμα, βρίσκω εδώ ότι υπάρχει στα Θασίτικα και μάλιστα και ως επίρρημα - κιορλεμέ - που σημαίνει άσκοπα, κουτουρού. Όμως, σίγουρα κι εγώ το έχω ακούσει μόνο στη Β. Ελλάδα.