βλ κ σπεκ ;)
έπος ο χάρυς. κ τον έψαχνα τον μονόπανο καιρό. θξ.
ένας γερμανοελβετόστ φίλος μου, μεγάλη μορφή, μου είχε πει ότι εκεί τις γκόμενες χωρίς στήθος τις λένε «σανίδα για τη μπουγάδα» (αυτή που τρίβανε παλιά πάνω τα ρούχα). μου είχε πει κ τη λέξη, αλλά δεν τη θυμάμαι...
όντως αυτό είναι, οπότε νομίζω ότι ο ορισμός (η ανάλυση για το γκραφίτι αποκάτω είναι μάλλον αποπροσανατολιστική) κ τα μύδια δεν είναι κατατοπιστικά.
το παράδειγμα, πάντως, είναι μια χαρά.
είναι διεθνής λέξη, από το tag στα αγγλικά, κ λέγεται αυτούσιο κ στα γαλλικά.
το ρήμα είναι ταγκάρω.
μάιστα. το έχω ακούσει ως «σύστημα τουρμπιγιόν» σημαίνον εξαιρετική παντέντα.
δε νομίζω ότι υπάρχει λόγος να ανέβει του γαϊδουράγκαθου, είναι απλά μία ειδική περίπτωση οδηγού που προκαλεί ατυχήματα.
το παράδειγμα του λινκ, πάντως, δεν είναι κ πολύ εύστοχο, γιατί η φράση «βγήκε ο χάρος παγανιά» είναι τυποποιημένη κ άλλη από την οριζόμενη. κάτι τύπου
«ο τάκης;;; αυτός ήτανε χάρος με το χρέπι της σχολής οδήγησης, πού να πάρει κ κάνα πραγματικό αυτοκίνητο, δε μας σώνει ούτε ο άη χριστόφορος.»
ως 2η φράση νομίζω θα ήταν καλύτερο.
είναι συνέπεια της αρχής διατήρησης των τόνων.
(αποτυχημένο χιούμορ θετικής κατεύθυνσης)
γιατί ανεβαίνει ο τόνος του «έχω» μετά την αποκοπή του τονιζόμενου φωνήεντος, θείο. έτσι κι αλλιώς τονιζόμενο το προφέρεις.
δεν ήταν κριτική ή κρίση, απλά μάλλον αυτή είναι η διαφορά του εξωτερικού παρατηρητή απ' τον γιατρό. έτσι κ αλλιώς κ γω κάνω μαύρο χιούμορ εκεί που δεν θά 'πρεπε, οπότε σε καταλαβαίνω κάπως.
ο κυνισμός των γιατρών είναι πραγματικό φαινόμενο.
το τζόγκινγκ στο δρόμο γιατί κάνει κακό στα γόνατα.
κ γω ψηφίζω απλυτήρι, είναι απ' τη ζωή βγαλμένο. κ ως καφεμανής έχω θεσμίσει κ την απλυκούπα.
πολύ κουλ τύπος είμαι αραγμένος στο έτσι ρε πστ μου...
αν έχεις κ καμιά γυμνή φωτό μου, χώσε να γουστάρω.
η θεωρία σου, χότζα, χάνει μία πτυχή της εξέλιξης της έννοιας, που νομίζω είναι αυτή που καθορίζει την ετυμολογία.
έχει να κάνει με το όνομα του γνωστού λιμανιού Brindisi < Brie 'n' dizzy, από την ντάγκλα που προκαλεί η κατανάλωση ενός τόσο λιπαρού τυριού, μαζί με τις ανάλογες ποσότητες μπρούσκου, καταμεσήμερο και ασετιλίνη.
η λέξη μπρικόλα < Brie colla προήλθε από ένα ταυτοχρόνως παρατηρούμενο γεγονός, το λιώσιμο του τυριού λόγω του καύσονος, με αποτέλεσμα να λαμβάνει μια κολλώδη υφή που εντείνει το φαινόμενο μπρίντιζι. κατά συνέπεια, χάνεις τη σειρά σου στο μπιλιάρδο κ εκεί που οι μπάλες του αλλουνού ήταν αλλού παπ-ass αλλού τα ρ-ass ατού, ξαφνικά βρίσκεται να κάνει σαλίγκαρους.
- πώς το κατάφερες ρε θείο;
- ε, έκανα μια σπόντα από δω ίσαμ' απέναντι κ τά 'σαξα.
(ταπεινή προσπάθεια μίμησης μεγαλείου.)
δε θυμάμαι τα υπόλοιπα ψευδώνυμα από τον τύπο απ' το ρετιρέ ρε πστ, κ θα σ' έκαιγα...
το j&b γαμάει, που το λένε (λέμε) ζι-μπέ.
μαμά, μαμά, εγώ να πάω σπίτι να τελειώσω τα μαθήματά μου;;
[έχω κρύψει κ ένα μαξίμ στο συρτάρι του κομοδίνου, δεν πιστεύω να το βρήκε]
μαμάαααα!!!!! μαμάΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!! αυτός εκεί με τα μούσια είναι που σου έλεγα που ήθελε να με κεράσει γλειφιτζούρι, σ' εκείνο το παράθυρο.
Arts, Burts and Lullas
(παραχωρείται ως όνομα για γκαλερί, ιδίως αν αντικαθιστά θαλάσσια θηλαστικά)