Σωστή.
Πάντως, παίζει να παίζει κι' άλλο όνομα για τα χαοτικά τελειώματα (σε ρόκ και βάλε), άν κι' εγώ δέν έχω υπόψη. Γιατι αυτό που λέει ο Μίστερ στον ορισμό είναι σίγουρα χαρακτηριστικό μέρος μέσα στο κομμάτι, σε σκληρό μέταλ (σε λιγότερο ακραία ιδιώματα, η ιδέα είν' η ίδια, αλλα τα μπλάστ είναι κατακανόνα πιό δομημένα, θά 'λεγα, άς μας πεί κι' ο Κάδμος --με την ευκαιρία ανεβάζω κι' εδώ ενα βιντεάκι απο Γκούλαγκ που θυμήθηκα προχθές).
Ο όρος έχει διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αποκαλώντας ως μπλαστ όχι απλά τα ντραμιστικά μέρη, αλλά τα συνολικά καταιγιστικά οργανικά ξεσπάσματα (ντραμς + κιθάρες + μπάσο) σε συνθέσεις των παραπάνω ιδιωμάτων απ' τον ορισμό Τυπικότατο παράδειγμα, θά 'λεγα, τα ροκάδικα τελειώματα τραγουδιών (ακόμα συχνότερα σε λάιβ). Εκεί που στην κλασική έχεις ένα ριτενούτο, άντε ραλεντάντο, στη ρόκ έχεις το χώσε ανελέητα. Συχνά, τα μπλάστ τελειώματα μπορούν να κρατάν και κάνα λεπτό μετά το άκουσμα της τυπικά τελευταίας νότας, ειδικά αν πρόκειται και για το τελευταίο κομμάτι του σέτ.
(Βρέ μανία με τις διαγραφές!...)
Όλα τα σχόλια συνεισφέρουν και αξίζουν να μείνουν για άλλους και για κατοπινές αναφορές. Καλή διάθεση να υπάρχει μόνο.
Για την προφορά του γάμμα πρίν απο /ε/ και /ι/, κρατούμενο, ενδιαφέρον.
Παρακαλώ μήν ερίζετε!
Το λαλώ Γιώργο δέν λέγεται στην ελλάδα όπως στην κύπρο. Με την έννοια «μιλάω, λέω» το έχουμε μόνο σε παγιωμένες φράσεις πιά, που βρίσκει κανείς στα λεξικά. Αυτό που τα λεξικά δέν διευκρινίζουν, είναι ακριβώς οτι αυτά ακούγονται στην ελλάδα αποκλειστικά σε παγιωμένες φράσεις (τις ιδιολέκτους διάφορων διανοούμενων που λές, προφανώς και δέν μπορούμε ούτε υποχρεωνόμαστε να τις συνυπολογίζουμε --αλίμονο αν έπρεπε να παίρνουμε στα σοβαρά τους διάφορους ζουράροιδαις).
Το λήμμα του Βράστα, προσωπικά, παρά την πιθανότατα σαθρή του βάση, το θεωρώ αν μή τι άλλο δικαιολογημένο, γιατι φιλοτιμούνται άνθρωποι απο την κύπρο σάν εσένα καλή ώρα να βοηθήσουν στην καταγραφή της όποιας (ελληνικής) αργκό που ακούγεται στην κύπρο. Μόνο οι κύπριοι μπορούν να βοηθήσουν ουσιαστικά και συστηματικά το σάιτ σ' αυτό το πράμα, είπαμε, με σπασμένο τηλέφωνο δέ γίνεται δουλειά, όσο προσεχτικοί κι' αν είμαστε.
Γι' αυτό, πλίζ, έχε υπόψη οτι είμαστε αρκετοί εδωμέσα που ενδιαφερόμαστε ειλικρινά ν' ακούσουμε τι έχεις να πείς (τί έχετε να πείτε οι κύπριοι), και το λήμμα του Βράστα (καθώς και ο σχολιασμός) είναι απτή απόδειξη γι' αυτό, νομίζω.
Πάραπέρα. Τα κριτήρια που δίνει επάνω ο Βράστας, τα καταλαβαίνω να αφορούν αποκλειστικά αυτό εδώ το λήμμα, και όχι το τί κυπριακό είναι καταχωρίσιμο γενικά στο σάιτ (που θα έπρεπε να επικεντρώνεται στην αργκό προφανώς). Με αυτήν την προϋπόθεση, ειδικά όπως πολύ καλά τα λέει ο γιώργος, το δεύτερο κριτήριο είναι όντως σόλοικο, αλλα το πρώτο βάσιμο. Αλλα τελοσπάντων, για ένα λήμμα πρόκειται, άς αφήσουμε στον καταχωριστή του το αβαντάζ να τό 'χει όπως το καταλαβαίνει ο ίδιος (όπως γίνεται με κάθε καταχώριση στο σλάνγκ τζι άρ μεχρι στιγμής).
Αυτό που μ' ενδιαφέρει περισσότερο, είναι η απόδοση της προφοράς. Που ξαναλέω, εγώ θά 'θελα ν' αποδίδεται γραπτά, αλλα θά 'θελα επίσης ν' άκουγα και κάναν άλλον κύπριο να λέει τη γνώμη του σ' αυτό (γιατι απ' ότι βλέπω ο Γιώργος διαφωνεί).
Λέξεις που αρχίζουν από «κ» προφέρονται «τζ». Π.χ.: τζιαιρός (καιρός) στον ορισμό Δέν είμαι βέβαιος γι' αυτό. Το φαινόμενο έχει να κάνει με το τί φωνήεν ακολουθεί. Όπως και στα ελλαδίτικα το κάπα προφέρεται ουρανικά μπροστά απο /ε/ και /ι/, αλλα υπερωικά κατα τ' άλλα, ανάλογη συμπεριφορά έχουμε και στα κυπριακά. Υποθέτω το ίδιο θα συμβαίνει και με τα χί και γάμμα.
:-) Τσίμπησα επειδή είμαστε συντοπίτες μωρε, 'ντάξει, μή με μαλώνεις πάλι.
Στη Θεσσαλονίκη το άκουγα κυρίως με την σημασία «και κλάμα η κυρία», την πρώτη που δίνει η ιρονίκ, και σπάνια με τη σημασία που δίνεις --η οποία μου φαίνεται παλαιόκοπη και νομίζω εκλείπει.
Η συγχώνευση έγινε (βασικά, η συγχώνευση δέν είναι ακριβώς αυτό που είπα επάνω, αλλα 'ντάξει, δέ 'α το κάνουμε και μαθηματικά εδωπέρα... :-Ρ )
τι νόημα έχει η ύπαρξη ενός λήμματος που καταχωρείται χωρίς να προσφέρει τίποτα καινούριο έκτος από το να καταλαμβάνει χώρο στο σάι και γιατί τα λήμματα μπούρδες να διαγράφονται ενώ τα διπλά να μένουν;
Φαντάζομαι ότι η απάντηση είναι γιατί κάποιος ορισμός μπορεί να είναι καλύτερος από έναν που ήδη υπάρχει και θα ήταν άδικο να χαθεί.
Αλλά γιατί να συνεχίζει να υπάρχει ένα λήμμα/ορισμός όταν ο ίδιος που το ανέβασε ζητάει να κατέβει, όχι γιατί δε του αρέσει αλλά γιατί μπορεί να είναι ήδη καταχωρημένο; ε; πανκέλις Για νομικίστικες απαντήσεις δέν είμαι ο κατάλληλος, αλλα θυμηθείτε λίγο τους τρέχοντες όρους χρήσης του σάιτ, και συγκεκριμένα την παράγραφο «Καταχωρίσεις».
Για να μιλήσουμε λίγο ανθρώπινα όμως, ναί, όταν δίνεται ένας καινούργιος ορισμός για μία σημασία που ήδη έχει οριστεί αλλιώς, συνήθως κάτι έχει διαφορετικό, κάποια πληροφορία δίνεται επιπλέον ή έστω διαφορετικά, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης καί να καταλαβαίνει καλύτερα καί να βεβαιώνεται περισσότερο για τη σημασία (όπως όταν ρωτάς πάνω απο ένα άτομα για το ίδιο πράμα). Σαφώς και αυτή η διαδικασία μπορεί και ίσως λέει να γίνεται στα σχόλια, αλλα σιγά ρε παιδιά, δέ χάλασ' ο κόσμος άν γίνεται με ορισμούς, χαλαρώστε να πούμε...
Τελοσπάντων, άν κάποιος μετανιώνει για έναν ορισμό του, μπορεί να ζητήσει ότι θέλει απ' τους συντονιστές, αλλα δέν δεσμεύονται αυτοί να το κάνουν, και αυτό μπορείτε να το δέιτε καί νομικίστικα, καί ανθρώπινα: επειδή εσύ πλέον δέ γουστάρεις, δέ σημαίνει οτι άλλοι χρήστες δέν μπορούν να το βρούνε χρήσιμο/διευκρινιστικό/διασκεδαστικό (οτιδήποτε για το οποίο μπορεί κάποιος να μπαίνει στο σλάνγκ τζι άρ)...
Όσο για τη συγχώνευση που αναφέρθηκε: το συγχώνευση είναι μία τεχνική έννοια για το Συντονισμό: πρόκειται για ένα εργαλείο που παίρνει όσους ορισμούς βρίσκονται κάτω απο δύο λήμματα και τους βάζει κάτω απο ένα.
Το γράφω για να μή γίνει παρεξήγηση, γιατι η συγχώνευση με την έννοια της συνθετικής δουλειάς, «παίρνω δεκαπέντε ορισμούς και στήνω έναν που να τα λέει καλά και στρωτά», είναι μία εξαιρετικά φιλόδοξη δουλειά, την οποία προς το παρόν δέν έχει αναλάβει ακόμη το σάιτ. Όμως, Θενά.
Αυτό το -ειδές, χαρακτηριστικό βήτα συνθετικό που χρησιμοποιείται κάργα στην αργκό και καθομιλουμένη (η κλασική αργκό ειρωνεία που βγάζουν οι παλαιοελληνισμοί). Σηκώνει ίσως καταχώριση. Έχουμε ήδη και το νταλαροειδές (κι' επίσης, 'ντάξ', διαφορετική περίπτωση, το γεγονοειδές).
Προσωπικά πάντως θα προτιμούσα, χάριν της ιδιαίτερης κυπριακής προφοράς, να άλλαζε και η ορθογραφία. (Προς τί να διατηρούμε την τυπική ορθογραφία όταν δέν μιλάμε για τα τυπικά ελληνικά;...) Έτσι, θα προτιμούσα αν μας έδινες (ή και κάποιος άλλος φυσικά) έναν οδηγό ορθογραφίας των κυπριακών φθόγγων που να έχει κάπως επικρατήσει --όπως βλέπω σε πάμπολλα ιστολόγια κυπραίων. Πιχί, το κ πρίν απο φθόγγο /ι/ ή /ε/, το γράφουνε συνήθως τσ ή τζ ή και τσι/τζι.
Παραμένει βέβαια να εξακριβώσουμε, άν γίνεται, την προέλευση του Γαβρίλης. Άν και χλομό. Με τέτοιες εκφράσεις, άν υπήρχε υπαρκτό πρόσωπο, δύσκολα πλέον βγάζεις άκρη. Βλέπε όλα τά 'χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε ή τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου και ένα σωρό άλλα.
Θα έλεγα οτι τα συγκεκριμένα ονόματα επιλέγονται όχι τόσο επειδή αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα, όσο χάρη στο άκουσμά τους (ακούγονται αστεία, είναι συνηθισμένα και λοιπά). Το φαινόμενο άλλωστε παίζει ακόμα: Τάκης, Λίλιαν, το χαρυκλυννικό Τραμπάκουλας...
Δεν πιστεύω ότι τα Κυπριακά δεν είναι άμεσα απειλούμενα Βράστας Όντως, ή σου ξέφυγε ένα δέν;
Ο Κριαράς μάλιστα, δίνει όντως και τον τύπο ατού για το αυτού, δείτε εδώ.
Φίλε Γιώργο, το μαρτυριάρικα αντί για κυπριακά ήταν πείραγμα (απο την ατάκα-κλισέ «μαρτυρική νήσος»), αλλα δέν τό 'χω ξανακούσει ή χρησιμοποιήσει απ' ότι θυμάμαι, άρα δέν το θεωρώ καταχωρίσιμο (άν και μ' άρεσε... κάτσε να δούμε πώς θα το πάρει κι' ο δικός μου :-Ρ).
Ενδιαφέρον αυτό για τα ροδίτικα, ιδέα δεν είχα. Άρα λέτε οτι είναι πολύ πιο κοντινά στα κυπριακά απ' τα κρητικά, έτσι;
Ατού, σάν να λέμε αυτού («εδώ»); Πρόκειται δηλαδή για μιά παραλλαγή του εκεί αυτός/αυτή/αυτό, οπου η αντωνυμία αντικαταστάθηκε απο το κύριο όνομα Γαβρίλης;
Γαβρίλης ρε δεν ήταν κι' ο αρκουδιάρης στη Σόου Μπίζ του Αρκά;... Ε λίγο σέβας στο όνομα... :-Ρ
Μάλιστα. Ετυμολογία δέν ξέρω (ούτε έψαξα), αλλα να πώ δέν εχω ακούσει ποτέ γρουμπούλι, αλλα έχω ακούσει γρομπαλάκι ή σγρομπαλάκι, οπότε θα έμπαινα στον πειρασμό να το συνδέσω ετυμολογικά με τη μπάλα. Ενδιαφέρον, υπόψιν.
Θυμήθηκα την φιλόλογό μου που έλεγε ότι το να δίνεις παραδείγματα δείχνει φτώχια στην έκφραση. σαλίνα
Πάναγία μου... Και μετά σου λένε, γιατί πάει κατα διαόλου η εκπαίδευση. (Σόρι σαλίνα, αλλα η ατάκα χτύπησε νεύρο --άν και βέβαια δέν ξέρω τα συμφραζόμενα.) Για να μή ξεφύγω απ' το παρόν, δέν γίνεται βέβαια να μιλάμε για το τί θεωρούμε οτι είναι «σλάνγκ» και τί όχι και να μήν είμαστε σε θέση να δίνουμε παραδείγματα, αφού αυτά ειναι που οδηγούν εξαρχής στην όποια μας θεώρηση.
Ενδιαφέρον ένα μεταπτυχιακό στην Πάτρα, της Κατερίνας Χριστοπούλου, με τίτλο «Το άσεμνο λεξιλόγιο της νέας ελληνικής» (2010) (αρχείο πιντιέφ εδώ). Το κεφάλαιο 1 εκειμέσα, αρκετά σχετικό με την εδώ συζήτηση. Πανεπιστημιακή η προσέγγιση, άς την έχουμε υπόψη.
Κι' εγώ συμφωνώ με το πονηρό. (Δέν είπα να καταγραφεί η φρουταρία στο σλάνγκ, απλά ειπα να το μοιραστώ γιατι μου φάνηκε γουστόζικο, και να ρωτήσω με την ευκαιρία τον Κυπρογιώργο για την ιστορία της λέξης --ο δικός μου ο κύπριος δέν νοιάζεται και πολύ για τέτοια.)
Περι της καταγραφής ιδιωματικών και πότε, τα λέει εδώ και χρόνια και ο χαλικούτης, και νομίζω σε παλιότερες τέτοιες κουβέντες φάνηκε οτι λίγο πολύ όσοι συχνάζουμε εδώ συμφωνούμε σ' αυτό: αργκό κυπριακά/κρητικά/οτιδήποτε θεμιτότατα, απο κεί και πέρα δέν τρελαινόμαστε.
Γιώργο, καλωσήρθες στο σάιτ με την ευκαιρία, κι' ελπίζω να σου γουστάρει και να μας ανεβάζεις πού και πού κάνα μαρτυριάρικο, γιατι με σπασμένο τηλέφωνο δέ γίνεται δουλειά.
Ωραίος ο Κυπρογιώργης! Μιά και το έφερες παράδειγμα, να μοιραστώ με τους συνελλαδίτες το ωραίο φρουταρία, που έμαθα απο φίλο κύπριο (τον πρόχειρο, πάντα) ώς συνώνυμο του σούπερ-μάρκετ (άρα, του υπεραγορά στην κύπρο). Υποθέτω πως ξεκίνησε ώς συνώνυμο για το μανάβικο;...
Βρέ κουτσομπόλα! Άντε ανέβα κάναν ορισμό, που μου επαναπαύτηκες στους χίλιους να πούμε, που τού 'χουμε γεμίσει το λήμμα του ανθρώπου με σπάμ!... Και άμα είναι να τα ξεράσουμε για τα παιδικά μας κατορθώματα, ας τα πούμε που λέει ο λόγος εκειπέρα. :-Ρ
Νά ποιες ήταν τα μαλακισμένα τελικά... (τσκ-τσκ-τσκ)
Αhά, μας λείπει ακόμα το στρίνγκ με την έννοια του εσώρουχου... Τελοσπάντων, για όποιον το αναλάβει, ας δεί κι' εδώ για την τυπική απόδοση στα ελληνικά.
Εγώ τί να πώ; Τά 'πε ήδη ο χαλικούτης: οι ξαδέρφες είναι ξεδιάντροπες. (Εξού και το αρχικό ξί εξάλλου.) Ή μάλλον, ήταν. Τώρα παντρεύτηκαν κι' αυτές, κι' άντε να ψάχνεις στα ξένα σόγια...
Για γενικά συνώνυμα του μουνιού, υπάρχει προβληματισμός στο καΐκι, και βέβαια υπάρχιε και το μουνί. Στα μικράτα μου το άκουγα κουτί και πιπί.
Μπά, γράψτε λάθος, δέ τα λέω καλά επάνω (βασικά, τά 'λεγε ήδη ο Μίστερ στον ορισμό, έδωσε και τα σωστά βιντεάκια, αλλα τά 'χα ξεχάσει στο μεταξύ). Μπλάστμπιτ είναι το ντάμπλ τάιμ, στα τύμπανα και γενικότερα (όχι κυριολεκτικά «ντάμπλ», αλλα δύο επί όσο πάει).
Σόρι. Έχω φίλους ντεθάδες, αλλα δέν κατάφεραν ποτέ στ' αλήθεια νε με μυήσουν... :-Ρ