Εντωμεταξύ, ξές οτ' είναι «τύπα» και όχι «τύπος», έ;... (ψάξ' το, γατ' ήδη το χέσαμε το λήμμα)
Πολύ ωραίος!
Η αποβολή του γάμα είναι θέμα γενικότερα στα ελληνικά, βλέπε λέ(γ)ω, τρώ(γ)ω και λοιπά. Ειδικότερα στις διαλέκτους πρέπει να είναι πιό ελεύθερα τα πράγματα. Βρίσκω στα πρόχειρα για τα ναξιώτικα αυτό το πιντιέφ και ένα πόστ σε ιστολόι:
Αλλά και τα σύμφωνα υφίστανται αποβολές, αλλαγές, μεταθέσεις, φαινόμενο σύνηθες στο νότιο ιδίωμα. Πολύ συνήθης είναι η αποβολή του /γ/ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα (φυ’ή= φυγή, φρύ’ανο= φρύγανο, πη’αίνω= πηγαίνω), αλλά και η ανάπτυξή του στις ρηματικές καταλήξεις των ρημάτων σε -εύω ή -βω (κόβγω= κόβω, σκύβγω= σκύβω).
Αλλα νά και ένα πιντιέφ για τα τρικαλινά (το δικεόρος άλλωστε, μέσ' απο παλιές ελληνικές ταινίες πιθανώς, έχει περάσει και στην αργκό σε στίλ ψευτοχωριάτικων).
Ότι νά 'ναι.
Εγώ παντως έχω να πώ οτι η Κλυταιμνήστρα μας έκλεισε το σπίτι με τον Όγκλαφ.
Άσχετο: ξέρετε κανείς μονολεκτική απόδοση του "όχι άδειος"; Το μόνο κοντινό που μού 'ρχεται είναι μισογεμάτος, αλλα υπάρχει τίποτα καλύτερο;
Πειστική και εύλογη η αναγωγή στο cake πάντως. Έχει ενδιαφέρον οτι ακόμα θ' ακούσεις απο παλιούς "κέκ" αντί για "κέικ", και ακόμη κι απο νεότερους θ' ακούσεις "κεκάκι" αντί για "κεϊκάκι".
Εγώ απο αρβανίτες ιδέα. Την προφορά σύgραμμα αντί για σύνγραμμα ή σύγραμμα (που σωστά αναφέρει ο Μπαμπινιώτης, κι άς την υποτιμά), θα την απέδιδα, για κάποιους τουλάχιστον ομιλητές, στην επιρροή που έχουν αφήσει ν' ασκήσει ο γραπτός λόγος στη γλώσσα τους.
Καλώς η κακώς εκτροχιάστηκε η κουβέντα στα σχόλια (με αποκορύφωμα το εξαιρετικά δόλιο τελευταίο σχόλιο του Βράσταμαν!... ρισπέκτ), αλλα άς συμφωνήσω και γώ με το πρώτο-πρώτο σχόλιο του τζίζα: το «με απώτερο συνήθως σκοπό το φίκι-φίκι» είναι λάθος και σε προσεχή έκδοση φυσικά θα πάρει δρόμο.
Να σημειωθεί οτι, μετά απο επανειλημμένες προσπάθειες επιβολής καπναπαγόρευσης στα μπαράκια της ημεδαπής, το μεγάλο κάτω έχει πιά καθιερωθεί ως όχι απλά το κανονικό, αλλα και το μοναδικό τασάκι σε πολλά στέκια.
Όπως περίπου το διατύπωσε κι ένας φίλος, η καμπάνια του υπουργείου κατά του καπνίσματος είχε ως αποτέλεσμα να απαγορευτούν μαζικά στα μαγαζιά τα σταχτοδοχεία.
Απο πού βγαίνει αυτή η λέξη ρε παιδιά;
Υπάρχει το εντελώς ομόηχο ιταλικό sbocco, που σημαίνει όμως «εκβολή» (ποταμού πιχί), «άνοιγμα», «έξοδος», «διέξοδος» (και μεταφορικά «λύση»), τέτοια πράματα, και δέ βλέπω σημασιολογική σχέση (δέ βρήκα πονηρές συνδηλώσεις σ' όσα κοίταξα ονλάιν, εδώ και εδώ πιχί). Ξέρει κανένας;
Σωστός για το «το παίζω», παίζει κι αυτό μ' αυτήν τη χρήση. Απ' την άλλη, το «το παίζει Χίτλερ» δίνει ίσως ένα τσίκ παραπάνω επίγνωση στο ενλόγω πρόσωπο απ' ότι το «την είδε Χίτλερ».
Θέλω να πώ, στο «το παίζει Χίτλερ» βγάζει χιτλεριά εν πλήρη γνώσει του, ενώ στο «την είδε Χίτλερ» βγάζει ας πούμε φασιστιλίκι, χωρίς απαραίτητα να συνειδητοποιεί οτι πρόκειται για χιτλεριά. Και επίσης, στο «παθαίνει Χίτλερ», όπως το καταλαβαίνω (δέν τό 'χω ξανασυναντήσει), δέν συνειδητοποιεί κάν οτι βγάζει ούτε φασιστιλίκι, ούτε χιτλεριά, και μάλιστα μας προξενεί έκπληξη οτι βγάζει τέτοια πράματα, δέν θα το περίμενες απ' αυτό το πρόσωπο, ξές (το λέει και ο πάτσις στον ορισμό, «απρόσμενα»).
Σε φάση... Ίσως το παραψειρίζω όμως, τί λέτε οι άλλοι;
(εγώ πάτσι, για νά 'μαστε ακριβείς, δέν είπα κανένα καλό λόγο πάντως)
Ωραίος.
Και ένα λογοτεχνικό απόσπασμα που βρήκα ονλάιν:
Η Κατερίνα ορμά με λαχτάρα πάνω στο άψυχο κορμί. Το γυρνά ανάσκελα. Πιάνει το κεφάλι της με τρόμο! Ξεσκισμένες σάρκες, ξεπετσιασμένες κοιλιές, σκισμένα παντελόνια, σακατεμένα πόδια, γδαρμένα μπράτσα και το αίμα πηχτό να τα καλύπτει όλα!
Γυναίκες φτάνουν γύρω της απ’ τις διπλανές αυλές για βοήθεια. Εκείνη πανικόβλητη προσπαθεί να συνεφέρει το παιδί.
«Μαρή, τι να κάμω τώρα; Τι να κάμω; Ψυχή δεν έχει πάνω του! Ξύπνα, παιδάκι μου! Ξύπνα!» του φωνάζει. Μα κείνο δεν ξυπνά. Σκύβει και το τραβά στην αγκαλιά της. «Φέρτε νερό!» προστάζει στα γύρω παιδιά. «Απέ ντη τουλούμπα! Έχω κανάτι και μαστραπά! Ξύπνα, αγόρι μου! Ξύπνα, τζιγέρι μου!»
«Δε ντο κουπανάς μια στη γκορφή να ψοφήσει, λέω εγώ;» ξεστομίζει ένα λιανοπαίδι δίπλα της, που μόλις έχει φτάσει. «Είναι Τουρκί!»
«Τι λέγεις, μαρέ; Και που έναι Τουρκί να τ’ αφήκουμε να πεθάνει; Ξύπνα, παιδάκι μου!»
«Αυτουνού ο φίλος έβρισέ μας στο σκολειό. Είπε μας γουνάν κιοπεκλερί». (Ελληνόσκυλα.)
«Σκάσε, βρε μόμολο! Ούλα τα ξεύρεις εσύ! Άλλο αυτουνού ο φίλος κι άλλο αυτός ο ίδιος. Φέρτε το νερό! Πιντί! Ε, πιντί! Ν’ αρπάξω ένα τσομάκι!»
Η διαφορά με το αμερικάνικο to pull a... βρίσκεται, νομίζω, στο οτι με το παθαίνω... εξορισμού αποδίδουμε στο ενλόγω πρόσωπο το ακαταλόγιστο («δέν έφταιγε που τό 'παθε, θα ξέχασε ο άθρωπος να εμβολιαστεί και την πάτησε»). Απ' την άλλη, με το to pull a..., αποδίδουμε και ευθύνες· θα έλεγα οτι η φράση αποδίδεται καλύτερα με το την βλέπω... (he pulled a Hitler on me ~> με μένα την είδε Χίτλερ), παρά με το παθαίνω.... Τουλάχιστον, έτσι τ' ακούω εγώ.
(Παρεμπιπτόντως, ο ορισμός στο την βλέπω είναι μάλλον ελλιπής.)
Με αυτή την ευκαιρία θέλω να τονίσω, πόσο "φτωχαίνει" η απόδοση κάποιων ξένων λέξεων στα ελληνικά με τη χρήση μόνο τεσσάρων φωνηέντων:α,ε,ι,ο. Πολλές φορές οδηγεί σε παρανοήσεις κάνοντας πολύ δύσκολη την αναγνώριση της προέλευσης της λέξης που αποδίδεται στα ελληνικά. (π.χ. τικ αγγλ. tick,αλλά και teak, που παλιά γραφόταν τηκ, πικ/pick και πηκ/peak)
δονμήτσος
Γιατί βρε δονμήτσε φτωχαίνει; Χώρια που παρέλειψες ένα φωνήεν (το ού), ποιός μας απαγορεύει να γράψουμε πίικ; Μόνο η ακόνιστη και παραπλανημένη σχολική αισθητική μας, τίποτ' άλλο λέω εγώ.
Η κουτσή αντιστοιχία που υπήρχε στα παλαιοελληνικά με τα ήτα και τα ωμέγα τάχα μ' για μακρές συλλαβές ξένων γλωσσών («κουτσή», γιατι τί γινότανε πιχί με το φθόγγο /a/;!... σκεφτείτε οτι ακόμα λέμε «Μάαστριχτ» και όχι «Μάστριχτ», όχι γιατι ξέρουμε όλοι ολανδικά, αλλα γιατί έτσι το διαβάζουμε γραμμένο), η αντιστοιχία λοιπόν αφορούσε τους ήδη μυημένους στις αντίστοιχες ξένες γλώσσες: στ' αρκίδια του του άλλου που δέν ξέρει γερμανικά αν του γράψεις «σήφ» ή «σίφ», δέ 'α καταλάβει χριστό έτσι κι αλλιώς. Αλλα ρε φίλε -ξές- άν απευθύνεσαι σε μυημένους, ε τότε κάν' το στα ίσα και γράψ' το με τους αντίστοιχους χαρακτήρες (schief και Schiff), ωστε να ξέρει και ο άσχετος οτι τον αποκλείεις ως αποδέκτη του μηνύματος.
Άμα πάντως όντως σ' ενδιαφέρει να μπορέσει ο όποιος, να διαβάσει στα ελληνικά αυτό που βλέπει και να μήν τον πετάξει έξω, ε τότε είτε γράψεις σήφ είτε σίφ, το ίδιο θα του κάνει (ελληνικά μιλάμε, δέ μιλάμ' αρχαία). Μόνο αν γράψεις σίιφ θα το διαβάσει λίγο αλλιώς -και ακόμα παρασάγγας απ' την ξενόγλωσση προφορά, εννοείται, αλλα ίσως να αρκεί αυτό στο γράφοντα, για λόγους μέτρου και λοιπά, μπορεί να γράφει ποίηση ας πούμε, λέμε τώρα.
Θα το ξαναπώ, όπως τα καταλαβαίνω εγώ τα πράγματα, είν' η πολύ χοντροκομμένη και μημουάπτου αισθητική μας, βασισμένη και σ' ένα κόλλημα σχολικό σε σχέση με το γραπτό λόγο -οτι «δέν το πειράζουμε αυτό! έτσι είναι το σωστό και δέν αλλάζει»-, που μας απαγορεύει να χρησιμοποιήσουμε, με δυνητικά παραγωγικότατο τρόπο, εργαλεία που ήδη(!) ρε γαμώτ υπάρχουνε στον γραπτό μας κώδικα -πόσο μάλλον να μας επιτρέψει να εισαγάγουμε και νέα εργαλεία... Τα ελληνικά τελοσπάντων δέν είν' φτωχά, είναι το κόλλημά μας με τα παλαιοελληνικά (και όχι μόνο) που τάχα τα φτωχαίνει.
Ο Χότζας, δονμήτσο μου, ήτανε σωστός και σπάνιος σλανγκάνθρωπος, και άν μου επιτρέπεις, ένας ΔΑΣΚΑΛΟ΅ς για όλους μας, με δέλτα ΚΕΦΑΛΑΙΟ... Όχι σάν αυτούς τους νέους, που έχουν μάθει να τα βρίσκουν έτοιμα, που έχουν εθιστεί στην ευκολία και την ευτέλεια της επικαιρότητας, κατάλαβες; Κάθε του λήμμα ήταν κατάθεση και ΣΥΝΘΕΣΗ ΨΥΧΗ΅σ, απ' το υστέρημά του έγραφε. Ένα ελάττωμα μόνο είχε ο ΧΟΤΖΑ΅΅: δέ χαριζόταν σε κανένα!...
Και σά θα θυμηθώ, νέουρας και γώ στο σλάνγκ τζι άρ, που μού 'στειλε πιμί (νά, σά να το διαβάζω τώρα!) και μου είπε «βικαρ μου» (έτσι πάντα τόνιζε τ' όνομά μου), «δέ με νοιάζει τι λένε όλ' οι άλλοι, εγώ πιστεύω οτι είσαι καλό παιδί και δέ ξέρεις τι παναπεί ειρωνεία»... έ... ότι έχω γίνει σ' αυτόν το χώρο (που δέν τα λέω εγώ, άλλοι τα λένε), στον Χί τον Ότζα το χρωστάω, που πίστεψε σε μένα απ' την πρώτη στιγμή.
Χωρίς εκείνον, άλλωστε, δέ θα είχα μάθει ποτέ πως είναι να βάζεις όλο σου το είναι σε έναν ορισμό, να γίνεσαι εσύ ο ίδιος ο ορισμός, και δέν θα κατάφερνα άρα ποτέ να ολοκληρώσω και την τελευταία μου δουλειά -οπου θα σας περιμένω με χαρά να σχολιάσετε (καθημερινά, όλο το εικοσιτετράωρο, προπληρωμές με πέιπαλ), όσους πιστεύετε ακόμα στο ποιοτικό σλάνγκ τζι άρ, που έχει ακόμα να προσφέρει και να διδάξει πολλά τον πολύπαθο ετούτο τόπο και λαό μας -που πάει βεβαίως για φούντο, αλλα ο θεός ειναι μεγάλος και μας αγαπάει κι άς μας παιδεβίβα λα γκρέτσια χίκ κι αλίμονό μας.
όβερ
Είναι το ιστολόι που μπουζουριάζουμε τις καμένες μασκότ του σλάνγκ τζι άρ. Γι' αυτό προσοχή.
Είναι μή σου βγεί το όνομα ρε π'στ'... Εγώ ρε παιδιά απλά ετοίμαζα το κήρυγμα για το τροπάρι της Κασσιανής να πούμε, και έπεσαν όλοι οι αντίχριστοι να με φάνε...
Σωστός! Και οχι μόνο για το θαμώνα. Γενικώς είναι διαδεδομένος χαρακτηρισμός για άτομο που είναι συνέχεια παρόν, ότι κι αν σημαίνει αυτό (και χωρίς απαραίτητα να γίνεται φορτικό).
είναι περίεργο να τεστάρει όρια
Τον έπιασες τον αγγλισμό εδώ; Μου θυμίζει κάποιον σαραντάκο, αλλα ποιόν, θυμάσαι;...
οι δύο καταστάσεις (χέζω-παίζω), δεν ταιριάζουν και δεν συνοδεύει πότε ή μια την άλλην.
Όχι δά και ποτέ! Για να μή το πάμε σε βρόμικο, όνομα και πράμα, σέξ, ειδικά πιά με τα κινητά και τελευταία και τις ταμπλέτες, το παιχνίδι στην τουαλέτα είναι χαλαρό στανταράκι και για ενήλικες. Τα δέ παιδιά παίζουν όπου βρεθούν και ότι και να κάνουν, και φυσικά και στην τουαλέτα -θα βρούν χιλιάδες τρόπους και πάντα έβρισκαν. Ίσως μάλιστα να πατάει και κεί η έκφραση, δέν ξέρω.
Άνθρωπος της πιάτσας λοιπόν μου λέει οτι πρωτάκουσε τη λέξη το 72, απο μπουζουξή ενεργό απ' τα τέλη δεκαετίας Εξήντα. (Και μου είπε και άλλα, έπονται καναδυό λήμματα σε κάπα σίγμα...)
Δέν εχω ρωτήσει ακόμα πολύ τριγύρω, αλλα θα μου φαινόταν τελικά μάλλον παράξενο να είναι πολύ παλιότερο. Πιχί, ξέρει κανένας ν' αναφέρονται σε στίχους οι πράσινες; Και τελικά, άν όντως είναι έτσι και είναι καινούργια κουβέντα σχετικά, η σύνδεση με τις μπλουνότες φαίνεται λίγο πιό πειστική (η μπλούζ και η τζάζ θα ήταν ήδη αρκετά γνωστά στην ελλάδα, τουλάχιστον στους μουσικούς, ωστε η ειρωνεία να έστεκε).
Άντε ρε; ωραίο...