Σε αυτό αναφέρεται το 4, πράγματι. Όσο για τα σχόλια του patsis, τι να πω; Δεν είναι δική μου έκφραση, από αλλού την άκουσα, οπότε δεν μπορώ να τη δικαιολογήσω, ώστε να πατσίσω με τον Πάτση.

Μέρες της εβδομάδος μετά συναισθησίας: Δευτέρα = πράσινη, Τρίτη = κίτρινη, Τετάρτη = πορτοκαλί, Πέμπτη = πιο βαθύ πορτοκαλί, Παρασκευή = κόκκινο, Σάββατο = λευκό, Κυριακή = (πάλι) κόκκινο (λίγο πιο θαμπό).

#3
Αλάριχος Τεκέλογλου

in κλάρα

Αξιοσημείωτο, σχετικά με τον τσιτακισμό που λέει ο allivegp, είναι ότι και οι Τσάκωνες τσιτακίζουν το «κ» με ψιλό «τσ», σαν το ιταλικό zz, και όχι με υπερωικό, όπως οι Κρητικοί και οι βόρειοι Ιταλοί. Οι κάτοικοι της Magna Grecia έχουν (και) δωρική καταγωγή, όπως οι Τσάκωνες!

Κατατοπιστικότατο το σχόλιο της Mes. Ίσως άρα η έκφραση να είναι γαλλικής αρχής (πβ. το τελευταίο της παράδειγμα). Τώρα, όσο για τη σλανγκότητα (άλλως: σλανγκοσύνη) της λέξης, το γεγονός ότι το περιλαμβάνει ο «Μπάμπης» δεν λέει τίποτα... Απλώς άρχισε να χώνει και κάποιες πιο slang λέξεις στο λεξικό του. Γιατί, το «Βούλγαροι» που είχε μπει στην αρχική του εκδοχή (και είχε προκαλέσει σάλο), μήπως δεν ήταν slang;

Εξυπακούεται! Εκείνο προέρχεται από τα «άρμενα», που νομίζω είναι τα πανιά, πβ. αρμενίζω κ.λπ.

Έλα μου ντε μου...

To be «ξεχειλωμένο-μουνί-απ'-το-πολύ-γαμήσι» or not to be;

#8
Αλάριχος Τεκέλογλου

in κλάρα

Ξέρεις γιατί γουστάρω το slang.gr; Γιατί έχει ψαγμένους χρήστες.

Και τα 2 βιντεάκια από πάνω... τα σπάνε!!!

Ρε συ, λες το «μαστρομπάκα» να έχει να κάνει με τα «μαστόρια»; Δεν το είχα σκεφτεί.

Αυτή ακριβώς εννοώ!

Όπα! Δεν ήξερα ότι παίζουν και στο Ελλάντα τέτοια κολπέτα! Εξελιχθήκαμε...

Έεετσ'!

Παίδαροι, ειλικρινά σας ομιλώ, έστειλαν τον αδερφό μου να μαζέψει κάμπιες σε μεγάλη μονάδα. Ονόματα δε λέμε.

Ναι, είναι από το τουρκικό kara, αλλά στα Ελληνικά επιτείνει την έννοια μιας λέξης.

Ο πληθυντικός του «τσαβό» είναι «τσαβάλε(ν)», αν δεν κάνω λάθος.

Σ'στόςςς! Υπάρχει και η έκφραση «του 'δωσα τα τσάγια του».

Και «καβλιτζίκι» το έχω ακούσει.

Έχω ακούσει και το «μπυριακοί», με την ίδια σημασία.

Λέγονται και απλώς «χοντρά».

Έλα ντε! Δεν ξέρω από πού ήταν το τυπάκι που είπε τη λέξη... Μου μοιάζει όμως και για ιδιωματισμός.

Όντως, και σημαίνει «τόπος με οξυές» (buk = οξυά, πβ. αγγλικό beech, γερμανικό Buche).

Όχι, αυτό δεν το έχω ακούσει αλλού. Το έφτιαξα ο ίδιος, είναι λεξιπλασία. Όσο για το... παγγαμήτωρ, είναι απίθανο (π.χ. ο παγγαμήτωρ χρόνος, κατά το «πανδαμάτωρ χρόνος» κ.ά.).

Παράξενη λέξη, αλλά όταν την άκουσα (την είπαν σε μια παρέα ως χαρακτηρισμό για ένα άτομο σαν το ως άνω περιγραφόμενο) τη γουστάρησα πολύ, και είπα να τη χώσω.

Η ανάλυση που προηγήθηκε αξίζει ίσως να δημοσιευθεί ως άρθρο (πέρα από το φοβερό χαβαλέ που τη διακρίνει).

Λογικά...

Έλα ντε... Να έχει καμιά σχέση με την «Κατίνα»; Την άκουσα σε κάτι χωριά στην Πελοπόννησο.

Εμ, μπρίκια κοΛΛάμε; (το ΛΛ παχύ-παχύ)

Επειδή είμαι πρόσφυγας, τυχαίνει να ξέρω αυτό που θέλεις. Είναι το «γκιορμεντέν» ή «γκιόρμεντεν» = χωρίς να το δει κανείς, «αβλεπί».

Αν υπάρχουν και μη απαλομούνες; Άκου λέει! Γεμάτος ο τόπος!