Εξ ου και η παρά πολλοίς εσφαλμένη αντίληψη ότι «Πακέτο» ήταν το μικρό όνομα του Προέδρου της Κομισιόν (1985 – 1994) Ζακ Ντελόρ, χάρη στο Α΄ και Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, που κοινώς επονομάσθηκαν Α΄ και Β΄ Πακέτο Ντελόρ. Αν το αντιλαμβάνομαι καλά, από εδώ κι εδώ, το Α΄ και Β΄ πακέτο Ντελόρ ανήλθαν συνολικά σε 28 δις Ευρώ περίπου (δωράκι, όχι δανεικά). Μία προφανώς σοβαρότατη αιτία για να είναι σταθερά οι Έλληνες ο πλέον φιλοευρωπαϊστής λαός, μέχρι το Μάϊο 2010, οπότε, άρδην μετετράπη σ’ έναν από τους πλέον ευρωσκεπτικιστές, για να μην πούμε ευρωσιχτιριστές. Μια εξέλιξη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πορεία από το πακέτο (με την παρούσα, καλή έννοια) Ντελόρ στο πακέτο (με την ανωτέρω ξενέρωμα έννοια) Μέρκελ.
Το ξέρω ως ρουφοκαυλιέτα, που είναι και πιο παιχνιδιάρικο.
Για την αγωνία του σπερματοζωαρίου μιλάμε. Νταξ, μπορεί να είναι καλύτερα να βρεθεί στα μπούτια απ' ό,τι μέσα στο προφυλακτικό ή στο σεντόνι ή στον τοίχο, αλλά δεν παύει να έχει μπροστά του ένα ταξίδι μπροστά στο οποίο η Οδύσσεια είναι περίπατος στο πάρκο. Στο κάτω κάτω της γραφής ο Οδυσσέας έχασε κάποιες δεκάδες συντρόφων, όχι δισεκατομμύρια (με τους πρώτους πρόχειρους υπολογισμούς). Μιλάμε για μια αθρωπότητα πλάκα-πλάκα.
Εγώ πάλι θα έλεγα ότι στο ουδέτερο πληθυντικό ο γνωστός άγνωστος είναι τα χύσια.
Απαντώντας σε ερώτημα της συντακτικής ομάδας διευκρινίζω ότι από την εμπειρία μου ο αράπης έχει την έννοια του μαύρου μόνο στη συγκεκριμένη έκφραση, την οποία μάλιστα είχα ακούσει στα ογδόνταζ. Πρόκειται δηλαδή για πρωτοποριακή χρήση της σύνταξης «αντωνυμία + ρήμα + άρθρο + ουσιαστικό», για να υποδηλώσει ότι «την πίνω», πολύ προτού (νομίζω;) αυτή να καθιερωθεί με την έννοια «τον παίρνω».
Σωστός και εμπεριστατωμένος.
Το τετράστιχο είναι παρωδία του άσματος «Μαίρη άνοιξε την πόρτα και κλειστή μην την κρατάς» του αοιδού των εβδομήνταζ Φιλίππου Νικολάου.
Απαντά επίσης και στη νεολογιστική πρωτοχρονιάτικη ευχή «αιδοιοφόρον και πεοστεκούμενον το νέον έτος»,
Τέλειο το μήδι.
Να συμπληρώσω και «επενδύω» στην αργκό των αλογομούρηδων. Έτσι στο Ποντίκι, κάποτε το 1999, είχε μια φωτογραφία έναν τύπο στην παραλία με το κινητό να λέει: «Πούλα τον Άκτορα και χώσ'τα στον Κέκροπα».
Επίσης για κινηματογραφικές ταινίες: -Είδες τον Κυνόδοντα; -Ναι, Όσκαρ πρηξίματος, 10 μεγαπρίχτερ.
Πονάν ωρέ vikar τα παλικάρια;
Προσωπικά avis45 δεν θα ενέκρινα για τον αέρα την έννοια που του αποδίδεις. Εσύ μιλάς γι’ αυτό που επισήμως καλείται «η άϋλη εμπορική αξία της επιχείρησης, η εμπορική φήμη και πελατεία», γεγονός που συντρέχει όταν μανάβης νέος ενοικιαστής αγοράζει το μανάβικο του παλιού και ψαράς το ψαράδικο. Άρα είναι το ποσό που πληρώνεται στον πωλητή της επιχείρησης από τον αγοραστή της, για τον αληθινό λόγο ότι αγοράζει μια επιχείρηση, ένα κατάστημα υπαρκτό, γνωστό, με κάποια εξασφαλισμένη πελατεία. Όχι, εγώ μιλάω για λεφτά χωρίς αιτία, που γι’ αυτό λέγονται αέρας. Όσο υπήρχε μεγάλη ζήτηση για ενοικιάσεις καταστημάτων, οι ιδιοκτήτες επωφελήθηκαν για ν’ αποκομίσουν ένα πρόσθετο εφάπαξ όφελος από τη μίσθωση. Πώς παίρνει –ή θα έπαιρνε- ένας δημόσιος υπάλληλος το εφάπαξ του κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία; Έτσι το παίρνει και ο ιδιοκτήτης κατά την έναρξη της μίσθωσης.
Κι εγώ χαίρομαι που ο/η Μιτζνούρ προσέθεσε στην οπτική γωνία του νομικού αυτήν του … πολιτικού μηχανικού; Ή γενικώς τεχνικού; Δεν ξέρω. Αν βρούμε 2 ακόμη επιστημονικές προσεγγίσεις του αέρα, πέραν της νομικής και της τεχνικής, Μιτζνούρ διορθώστε με ως προς την κατηγορία αν σφάλλω, θα μπορούσαμε να να δημιουργήσουμε ένα σλανγκικό Ρασομόν για τον αέρα.
Σωστό, και χάρη σ’ αυτή την αρχική σημασία ο όρος διατηρεί και μια επιθυμητή και σκόπιμη αμφισημία, εφόσον αυτός που προτείνει «να πιάσουμε το δικαστή» μπορεί και να ισχυριστεί ότι, μα δεν εννοούσα να του τα χώσουμε, απλά (η γνωστή που λέγαμε, να του πει) να την προσέξει την υπόθεση. Το θέμα είναι ότι μιλώντας, off the record, στο δικαστή (ή και στον υπουργό, στο διαιτητή, στον έφορο κλπ.), για το θέμα σου, με σκοπό να πειστεί, θα βοηθήσει πολύ στο να τον πείσεις αν δώσεις και κανένα δωράκι. Ίσως μάλιστα σε διαφορετική περίπτωση ν’ αποκλείεται να πειστεί ότι τη βαλίτσα με την ηρωίνη την είχες αποκλειστικά για δική σου χρήση.
Τί να πω εγώ έτσι το άκουσα πάντως.
Έρχομαι λίγο καθυστερημένα, ως νέο μέλος, να πω ηρεμήστε παιδιά, η έκφραση είναι αμφί. Λέγεται και για τις γυναίκες, αλλά τη γουστάρουν πολύ και οι αδερφές. Και βέβαια ο ορισμός που ακολουθεί (2) λύνει πολλά ερωτηματικά. Χάρη στην ευρύτητα του φάσματός του, του έβαλα 5, αλλά νομίζω ότι δεν τόνισε όσο έπρεπε την αμφί φύση του όρου.
Επίσης και πουστρίλος.
Ένας καθηγητής που δυστυχώς δεν έχω συγκρατήσει το όνομά του (ίσως ο Γραμματικάκης), σε εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος είχε αποδώσει τον τύπο e = m X c2 ως Ελλαδίτσα ίσον μάσα επί κομπίνα στο τετράγωνο.
Άλφα ταυ (όπως και η συμπαθής ζώνη του παλιού) αλλά παραδειγματάκι δεν έχω να παραπέμψω γιατί προφορικά το έχω ακούσει.
Ακριβώς η αρνητική για τους καραβανάδες έννοια του όρου, του έχει προσδώσει και το αντίστοιχο θετικό νόημα, που χρησιμοποιείται και πιο τρυφερά ως «καραπούτσι» π.χ.: «Τι πήξιμο είναι αυτό ρε πούστη μου κάθε μέρα υπερωρίες, το αφεντικό να σου σπάει τ’ αρχίδια όλη την ώρα και να σε πληρώνει όποτε του κάνει κέφι. Α, ρε, τι ωραία που ήταν στο στρατό, ανέμελο καραπούτσι!»
Δεν είναι σλανγκ, είναι δόκιμος και επιστημονικός όρος. Θα τον δεις και στα συμβόλαια και στα πιστοποιητικά.
Κι όμως εγώ θα επιμείνω ότι πρόκειται για σλανγκ και δηλώνει τη θρησκευτική λατρεία του χρήματος, όπως αυτό υποστασιοποιούνταν, κατά το χρόνο δημιουργίας του όρου, στη δραχμή. Η οποία σημαίνοντας αποκλειστικά και μόνο το νόμισμα – χρήμα, προσφερόταν για τη σύνθεση, σε αντίθεση με το ευρώ, εφόσον ευρωλάτρης θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί και ως αντίθετο του ευρωσκεπτικιστής ή συνώνυμο του ευρωλιγούρης. Ο δραχμολάτρης παραπέμπει εξάλλου και στο λάτρη του Μαμωνά που μέσω της ορθόδοξης παράδοσης είναι εγγεγραμμένος στο συλλογικό υποσυνείδητο, προσδίδοντας μια μεταφυσική –θρησκευτική χροιά στην ψυχοσύνθεση του τσιγκούνη. Από την άλλη πάλι, ως προς το αδόκιμο του όρου, ο Μπαμπινώτης δεν τον έχει. Το πιστεύω του δραχμολάτρη διακηρύσσεται από το Χάρρυ Κλυν στο δίσκο του Μαλακά πιο μαλακά.
Το βρόμικο '99 που έγινε η μεγάλη μπάζα του Χρηματιστηρίου τα ΜΜΕ (και προπαντός οι ροζ εφημερίδες) τον έλεγαν «επενδυτή».
Νεολογιστικά προτείνω το δικαστικό ξύλο που έφαγε ο Λαλιώτης από το Μητσοτάκη με την υπόθεση Mayo. Mayoξυλο.