Ωραίος. Στη «Βάρδια» ο Καββαδίας, μιλώντας για καφέ γράφει: Άφησα πανιόλο. Θα τονε πιώ στο μπουρίκι. Εννοώντας προφ τα υπολείματα που έμειναν στο μπρίκι μετά το σερβίρισμα της παρέας.
Τώρα που το ξαναδιαβάζω, κοίτα ρε πούστη μου, σώθηκε το όνομα του μπόγια και χάθηκε το όνομα του παπά...
Ο Καιρός της πάλαι Ελευθεροτυπίας είχε επί Τιέν Αν Μεν γράψει Τάνκς Χσιάο Πινγκ.
Παρομοίως. Πρέπει να είναι 90+
Η εκδοχή από τα δικά μου παιδικάτα είναι ανάμεσα σε δυό βουνά βούβαλος μουγκρίζει.
Στα 80ζ είχα ακούσει και το θα σου φορέσω τ' αρχίδια σκουλαρίκια.
Προφ τα καθήκοντα του σκάπουλου στο ΕΝ είναι πιο σύνθετα από ότι στο ΠΝ. Σκάπουλο στο ΠΝ λέγανε τον οπτήρα, που έκανε βάρδια μαζί με άλλον ένα, αριστερά δεξιά της γέφυρας, και δουλειά τους ήταν η παρατήρηση και η αναφορά τυχόν ζητημάτων. Απ' όσο θυμάμαι, η υπηρεσία τους ήταν στατική, χωρίς βόλτες στο πλοίο.
Νομίζω πως είναι το κούρσος.
Ο Καββαδίας αναφέρει σε διήγησή του ότι μετά από ένα ταξίδι του στην ΕΣΣΔ το 1938 συναντήθηκε με τον Μυριβήλη και του έλεγε για τις δυσκολίες της ζωής εκεί, την σταλινική τρομοκρατία κλπ. Ο Μ. τον πήγε στην «Εστία» και του πρότεινε να γράψει σειρά αντισοβιετικών άρθρων με αυτά που του διηγήθηκε. Όταν βγήκαν έξω, ο Κ. του είπε « τώρα τι θες δηλαδή, να σε πλακώσω στις μάπες;» και συνέχισε «Δεν ήταν πιά ο παλιός Μυριβήλης. Από τότε δεν χρειάστηκε να τον ξαναδώ».
Μπα, αιδεσιμότατε. Πρωτοτυπία μεδέν.
Όπως και να το γράψεις, σκατά θα ζμπρώχνει. Οπότε, καλύτερα λεξιλόγιο ειλικρινές και ανδροπρεπές :-Ρ
Κυρία μου, ακριβώς επειδή εμείς εδώ κάνουμε εκπληκτική δουλειά, δεν έλειπε, απλώς το είχαμε καταχωνιάσει σε άλλο ορισμό (ένεκα η μπόχα). :-)
Προφανώς Μιτζ, οι τούρκοι το πήραν απ' τους ιταλούς.
Μάλλον από τους τούρκους, καθόσον δεν ξέρω να υπάρχει ιταλ. λέξη cascarica.
< ιταλ. cascare = πέφτω (πχ ιταλ. ci sei cascato != την πάτησες !). Δεν ξέρω αν εμείς το πήραμε απ' τους ιταλοί ή απ' τους τούρκοι.
Καλά, τη β' παράγραφο του ορισμού τη γάμησα λιγουλάκι και βγήκε ό,τι νάναι, αλλά εν πάση, καταλαβαινόμαστε...
Το ρήμα να μην εκληφθεί βεβαίως ως ξεψυχάω, αλλά can (τζαν) είναι στα τούρκικα η ψυχή. Μπας κι έχουμε κάνα περίεργο συνειρμό εδώ;
Η (κρητικιά) μάνα μου πάντως το λέει ξετσούμισε.
Χαίρε Ξεροσφύρη. Το σκληρό, κατραμωμένο σκοινί αναφέρεται σε πολλές πηγές ως όργανο μαστίγωσης κατά της τουρκοκρατία /21, πχ «με ένα στρόπο κατραμωμένο μου έκαναν τα κρέατα μαύρα σαν του τσικαλιού τον κώλο», αφήγηση θύματος πειρατείας στο Αιγαίο του 16/17ου αιώνα.
Το περίμενα αυτό, δεν έβαλα το λίνκι χεχε...
Πάντως ο στίχος πρέπει να είναι «ερωτευμενάκι στο κατώφλι μου αργά μεσάνυχτα Σαββάτο» και μάλλον το έλεγε η Αλεξίου.
Έξοχο.
Όχι αυτό, άλλο το μεθυσμενάκι. Μου φαίνεται ότι εκείνος ο στίχος είχε μπαλκόνι μέσα. Δεν καλοθυμάμαι, είπαμε.
Εχω την εντύπωση ότι η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί πολύ παλιότερα (70/80ζ) σε στίχο από τον Λευτ. Παπαδόπουλο, ο οποίος έχει και το μεθυσμενάκι. Θυμάται κανείς τπτ;
Α πάαινε ρε, το παλιό έχω, όχι την επανέκδοση :-Ρ
Η έκφραση πρέπει να ήταν ήδη παγιωμένη το 1921. Στο στρατιωτικό ενθύμημα «Ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη 1918-1922» (Αθήνα 1976, επανέκδοση 2013 από τον Κέδρο), το οποίο γραφόταν in situ, αναφέρεται: [...]Πράγματι είναι σωστή η παροιμία που λένε οι φτωχοί φαντάροι: Οσοι έχουν τα τρία Μ.Μ.Μ. δεν πάνε στον πόλεμο[...]
Σταύρο που πας στον ποταμό
πασόκους για να πλύνεις
πάρε και τους πενηνταοχτώ,
Σταύρο μην τους αφήνεις.
Τον τύπο τσουμπεΡλέκια θα τον σχολιάσω όταν επιχειρηματολογήσουν οι ενδιαφερόμενοι περί της κωλάΘρας :-Ρ
Η λέξη είναι dümbelek. Καναδυό ετυμότουρκοι που κοίταξα την ανάγουν στο μεσν τουρκ. tebel / tabl = νταούλι. Σώζονται και οι ταυτόσημοι μεσν τύποι tebelek / deplek / debelek / dübelek / tenbelek. Δεν βρίσκω πιθανή την ετυμολογία από το çömlek, πλην αλλ' όμως κτοκττΜγ παίζει ισχυρά η πιθανότητα συμφυρμού με τα τσουμπλέκια ώστε να καταλήξουν τα κρουστά μουσικά όργανα να σημαίνουν τα διάφορα τζάτζαλα-μάτζαλα. Οπότε, σωστός ο Χάνκων.
-Είναι τω όντι παραδοξότατον!...επανέλαβε δι' εικοστήν φοράν ο κληρικός.
Ε. Γ. Ουέλλς «Ο Αόρατος»
Μτφρ Αλ. Παπαδιαμάντη. Εκδ. Κίχλη, 2009.
(Τον φουκαρά τον Κάζους Μπέλλι τον φάγανε λάχανο, ούτε το νυχάκι του δεν έμεινε)