Σωστή, στραβωμάρα ντιπ, δεν τα 'χα δει. Απλώς έγραψα ο,τι μου κατέβηκε στη γκλάβα.
Από την άλλη, μάλλον ήμασταν έτοιμοι να ενσωματώσουμε έναν τέτοιο ιδιωματισμό, έχοντας από τους αρχαίους ημών το γάρ.
Για την πιθανή τουρκ. επιρροή με το αφού στο τέλος της φράσης, ιδού τωρινή χρήση στα τούρκικα με το επειδή (çünkü) στο τέλος. Μεταφράζω κατά λέξη:
Bu fotoğrafa iyi bakın. Önceki gün Şırnak'ta çekildi. Kimse unutmasın, biz unutmayacağız çünkü.
Κοιτάξτε καλά αυτή τη φωτογραφία. Τραβήχτηκε χτες στο Σιρνάκ. Να μην την ξεχάσει κανείς, εμείς δεν θα την ξεχάσουμε επειδή. Εδώ
Η κατάληξη -αριό πρέπει να παίζει γενικότερα, πέραν των γνωστών πουσταριών κλπ. Θυμάμαι από το Παραμύθι χωρίς Όνομα της Π. Δέλτα τη λέξη κοταριό = κοτέτσι.
Μπα, ο πρωτότυπος τίτλος της γαμιστερής αυτής ταινίας είναι lepa sela, lepo gore = pretty village, pretty flame.
Αζτέκος, ντράυ?
Έλεος κάπου ( ντεν έκει έλεος καρντιά μου ).
Και γαμώ! Στα υπόψιν για χρήση.
Ευχαριστούμε σε Χαλικού (κι εγώ κ ο διάολος κ το χτήνος).
Η πιο συχνή και εμφατική χρήση του παραμένει στην ερώτηση "αγαπάς;" την οποία την απευθύνουν, με λύσσα κακιά προς το κορίτσι που ξετζανώνει και γαμπρίζει, τα υπόλοιπα θηλυκά του περίγυρου (μητέρα, αδερφές, θειάδες, ξαδέρφες, φίλες), όταν ψυχανεμίζονται ότι κάτι τέτοιο εξηγεί την αλλοπρόσαλλη εσχάτως συμπεριφορά της μέχρι πρότινος απονήρευτης κορασίδας. Αν την απευθύνουν αρσενικά (π.χ. πατέρας, αδερφός) έχουμε πρόβλημα.
Εμένα δεν μου καλάρεσε να πάη το παιδί μου σε ξένο χωριό, μα είντα να πης? ο γαμπρός ειν' ετσά που τόνε θέλω...πρέπει πως αγαπηθήκανε κιόλας... (Εδώ διήλθεν επί του προσώπου του χωρικού σκιά και με δυσκολίαν επρόφερε την λέξιν "αγαπηθήκανε", ως εάν ωμολόγει αισχρόν της θυγατρός του παράπτωμα).
Ι. Κονδυλάκης Οτ. Ημ. Δασκ.
Χαλικούτη, άμα σου κάνει κέφι πες μας για κείνο το "πρέπει πως". Λήμμα, σχόλιο, γουατέβα.
Το κώμα γουγλίζεται και ως χυσαυγή.
Πανέμορφο φυτό, παρεμπ.
Εμένα δε χρειάστηκε να μου τις ταΐσει άλλος.
Εχει κάτι πιπεριές που γαμάνε μανούλες.
Εγώ θέλω να καταθέσω ότι οι γείτονες Τούρκοι με απογοήτευσαν σφόδρα πριν από κάμποσα χρόνια στη Σμύρνη που ζήτησα σ' ένα μπαχαράδικο το πιο καυτερό τους πιπέρι, ελπίζοντας σε κάτι που να το τρως και να παθαίνεις τουλάχιστον καρκίνο. Μου έδωσαν μπούκοβο οι άθλιοι.
Και καλή μας όρεξη.
Δεν έχω στοιχεία μωρέ, τι σκατά ν' ανεβάσω? Θυμάμαι μόνο μέσες άκρες το ένα κείμενο που μιλούσε μάλλον για στρ. φυλακή ή κάτι τέτοιο με τον κουβά αυτοσχέδιο χεσαριό στη γωνία του κελιού. Θα ανεβάσω το χεζουριό όμως.
Το χεζουριό το ξέρω ως επιθυμία για χέσιμο.
Συνειρμικώς το χεσαριό = καμπινές, που το είχα πετύχει σε καναδυό κείμενα στο απώτερο παρελθόν αλλά δεν το βρίσκω στο νέτι (ευτυχώς, υποψιάζομαι ότι βρομοσκυλάει).
Γουγλίζεται και ως μπιντέιτ (προφ. < μπιντές).
Τουρκ. gam = anxiety, grief, sorrow, worry, dolour, mope.
Παπαροξυσμός = αντώνυμο του παροξυσμού (άσχετο).
Ναι, δεν έχω πάει αλλά απ' όσο βλέπω σε γραπτά έχουν εκτεταμένο φάγωμα φωνηέντων στυλ Ρούμελη, πιθ. να προφέρουν και βαριά / στρυφνά και ζορίζει πολύ το πράμα.
Ετς.
Όντως, το τσίμπησες στο φτερό. Εκεί λίγο βορείως από σένα είναι, Μυτιλήνη. Χίο δεν παίζει?
Και γειδήσιος = ο στούρνος δημοσιοκάφρος.
Το σφάζω λέγεται όντως γενικότερα. Όπως λέει ο πάτσις, συνήθως για πράγματα μέν που τ' αφήνεις λίγο-πολύ για εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλα όχι μόνο για ποτά: φαγητά, γλυκά, πούρα, ναρκωτικά... Ίσως και για αναλώσιμα που δέν καταναλώνει (τρώει, πίνει, καπνίζει...) κανείς, άν και δέν τό 'χω ακούσει έτσι απ' ότι μπορώ να σκεφτώ.
(Βικ, παραπάνω)
Αντιγράφω από τη σημερινή Εφημερίδα των Συντακτών:
Μιλάμε για ποσότητα (σ.σ. ηρωίνης) που θα "σφαζόταν" [νοθευόταν] στην αγορά και οι δύο τόνοι θα γίνονταν πέντε.