#1
dryhammer

in λαδοπόντικας

Επίσης λαδοπόντικας -ες αποκαλούνται μειωτικά τα μέλη του πληρώματος της μηχανής (ανεξαρτήτως βαθμού) από το πλήρωμα τής κουβέρτας και πιό πολύ από τους αξιωματικούς της γέφυρας στο εμπορικό ναυτικό σαν υποπερίπτωση της κατηγορίας Α2 του ορισμού.

#2
dryhammer

in Κωλοσσός

Κώλος-SOS

#3
dryhammer

in κωλοπιαστράδικο

Και κωλοπιαστήριο

#4
dryhammer

in κωλοπετσωμένος

Το πετσώνω στην ναυπηγική- την πρακτική όχι του ΕΜΠ - σημαίνει επενδύω το σκελετό βάρκας μέ ξύλα, βαποριού με λαμαρίνες και η επένδυση αυτή αποτελεί το πέτσωμα.
Μήπως ο κωλοπετσωμένος έχει καποιας μορφής προστατευτική επένδυση στον κώλο του; Είτε ως σκλήρυνση - σαν τους κάλους στα χέρια- που τον καθιστούν αναίσθητο και οχι «τρυφερό πόδι» είτε ως αλεξίπουτσο - κάτι σαν το περιβόητο «τσίγκινο βρακάκι». Εννοιολογικά συμφωνώ, στο έτυμο αναφέρομαι

#5
dryhammer

in κωλοβάρδουλα

Αντιγραφή από το «γαμώ τα βάρδουλα»
Βάρδουλα (η) είναι και η μεγάλη βάνα πχ παροχής νερού από αντλία άλλως και πομώνα. Έχει χέρι τύπου τιμονάκι και για τις πιό μεγάλες χρησιμοποιείται «γαντζόκλειδο» σχήματος F. Από κεί και το «άνοιξαν τα κωλοβάρδουλα» για δικαιολόγηση κωλοφαρδίας

#6
dryhammer

in κουτσοπούτσης

Στα Χιώτικα κοντοβίλης

#7
dryhammer

in κουτουρού

Υπάρχει στη Χίο και η έκφραση «κουτουρού κακά ψυχρά» για το τελείως τυχαία καμωμένο, χωρίς κανένα υπολογισμό

#8
dryhammer

in κουτουράδα

Παλιότερα και επι οικοδομικών (κυρίως) εργασιών λεγόταν με τη έννοια του götürü = κατ' αποκοπή (κατ' εκτίμηση με το μάτι). Πήρα τη δουλειά κουτουράδα 300 ευρώ.

#9
dryhammer

in κουτουλού

Μ' αρέσει που το παράδειγμα για κουτουλού έχει το κουλουπού που λέγεται και συχνότερα

#10
dryhammer

in κουσελιάρης

Και στη Χίο πάντως το κουτσομπολιό λέγεται κουσέλι και η κουτσομπόλα κουσελού ή κουσελιάρα, ο κουτσομπόλης κουσελιάρης, το ρήμα κουσελεύω

#11
dryhammer

in κουρούμπελο

Στα Χιώτικα λέγεται κουρούπετο. Αγνοώ άν έχει σχέση με τον κουρούπα

#12
dryhammer

in κουρκουτιάζω

κουρκουτιάζω - κουρκούτιασα,
αλλά και κουρκουτιαίνω - κουρκούτιανα

#13
dryhammer

in κουρέλας

Είναι πολύ παλιότερο από τα '80ς. Εγω το θυμάμαι από την αρχή των '70ς που το παρέλαβα σαν έκφραση από πιό μεγάλους και (νομίζω) οτι υπάρχει και σε ελληνικές ταινίες των '60ς όπου ήθελαν να σατιρίσουν καβγά οπαδών.

#14
dryhammer

in κουραδοκατουρλιό

Πάντως ένα πλήρες χέσιμο (μέ καφέ, τσιγάρο, βιβλίο ή περιοδικό κλπ) αρχίζει και τελειώνει με ένα κατούρημα.

#15
dryhammer

in κουραδοαναρρόφηση

Κι όμως μπορεί να συμβεί. Να αρχίσει να μισοβγαίνει από μόνη της κι εσύ να την ρουφάς να επιστρέψει γιατί δεν έφτασες ακόμα στο θρόνο. Μπορεί και να πετύχει.

#16
dryhammer

in κουνουπίδια

Κι επειδή στα Αλβανικά πίδι είναι το μουνί, κουνουπίδι= κωνωπαιδοίον

#17
dryhammer

in κουδουνάτος

Παροιμία «Ο λωλός κουδούνια θέλει; Μοναχός του κουδουνίζει»

#18
dryhammer

in κορδονούρης

Όταν το πρωτάκουσα σκέφτηκα «προσωνύμιο για ποντικό». Έπρεπε να ονομάσουν έτσι τον Ρατατούη στην Ελληνική βερσιόν

#19
dryhammer

in κορδέλες

Φουρκέτα είναι κάθε στροφή τύπου U. (Hairpin bends αγγλιστί). Διαδοχικές φουρκέτες (βλέπε πάλαι ποτε Αχλαδόκαμπος ) = κορδέλλες και άμα είναι πολλές σερπαντίνα.

Αν είσαι επιβάτης, ή οδηγείς για διεκπεραίωση είναι βαρετές. Ζαλίζουν κιόλας. Άμα σ' αρέσει η οδήγηση κι όχι μόνο η διαδρομή είναι από ενδιαφέρουσες έως καύλα (Δες διαφημίσεις Ιταλικών κυρίως σπόρ αυτοκινήτων ή και μοτό)

#20
dryhammer

in κονφιρμάρω

Και στα βαπορίσια υπάρχει το κομφιρμάρω και το κομφιρμέισο με τις ίδιες ρίζες και έννοιες

#21
dryhammer

in κονίτσα

Οπότε η κονσόλα είναι η, αποκλειστικά, χρήστις δακτύλων ή δονητού προς ικανοποίησιν; (Ξέχασα τα ζαρζαβάτια...)

#22
dryhammer

in κονσέρβα

Ακόμα ονειρεύονται τα «κορνεμπήφια» της αμερικάνικης βοήθειας (αηδέστατα για μας με τον υπερκορεσμό στα κρέατα)

#23
dryhammer

in κομπόστα

Το παράδειγμα το ξέρω « Χύσε Κώστα , να κάνουμε κομπόστα» ή «να δέσει η κομπόστα»

#24
dryhammer

in κομμέ

Υπάρχει και (χιώτικη αλλά προς εξαφάνιση) προστακτική δέχου που σημαίνει πρόσεχε (να δέχεσαι) επί επικειμένου κινδύνου, ξαφνιάσματος -- έσο έτοιμος. πχ Πέρνα από κεί αλλά δέχου, τη στήνουν μπάτσοι. (πρίν πετάξει τη μπάλα) Δέχου!

#25
dryhammer

in κόμης Δράκουλας

Η δρακουλιά ξεκίνησε από τα '50ς (βλέπε Πρίσλει, Μπράντο, Ντίν κι άλλους προκάτ αντισυμβατικούς ήρωες της εποχής), πέρασε από τα '60ς και ροκαμπίλιασε, έφτασε στα τέλη '70ς με σηκωμένο γιακά των τζίν μπουφάν, πέρασε κι από τα '80ς με δερματίνη κι ήρθε τότε πού λέει ο ορισμός να ΒουΠουντιάσει. Ντεμέκ αντισυμβατικότητα αλλά πάντα «μόδα».

Συνώνυμο ο κωλοφόνος

#27
dryhammer

in κολλητήρι

Τα παιδιά του Καραγκίοζη (ποιόν πατέρα έιχανε;) ήσανε τρία. Το Κολλητήρι (ή Κολλητήρης) ο Μπιτσικόκος κι ο Γκόγκος.

#28
dryhammer

in κολλέγιο

Ήρθατε ένα μήνα αφότου βγήκα από το 13 το κελί μαζί με τον Ζαγοραίο

#29
dryhammer

in κολλάω

Το λέ(γα)με και τσοντάρω

#30
dryhammer

in κολλάει η βελόνα

Άλλο να κολλάει η βελόνα (από γραμμόφωνα και μετα στα πικάπ) - βιόλες, - βιόλες, - βιόλες κι άλλο τό πήδημα της βελόνας Μαραμένα τα - -βιόλες. Τα κάνουν και τα σιντί, αλλά το cd ειναι η σλάνγκ του βινύλιου.