Στα ψαροκάικα, τράτες κλπ μέχρι πρόσφατα (ίσως και τώρα ακόμα) η πληρωμή γινόταν ως ποσοστό επί των κερδών με αυστηρά καθορισμένο το μέκι του καθενός.
Εικασία: Επειδή οι προσφυγομαχαλάδες ήτανε (τον πρώτο καιρό) παραγκομαχαλάδες αλλά και μέρη παράνομων ή/καί μή αποδεκτών δραστηριοτήτων (ανέχεια γαρ) από τα ήθη των ντόπιων, κατέληξε το τοπονύμιο να εξελιχθεί σε βρισιά, όπως συνέβη και σε άλλα μέρη της Ελλάδας;
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας (κυρίως όπου είχε Φράγκους πριν τους Τούρκους) οι καμάρες λέγονται και βόλτες (και στη Χίο βόλτες) με ετυμολογία την του Khan
Στο στρατό πρωτάκουσα "διακορευτήρα" το τρυπητήρι και μου φάνηκε χυδαίο slang (το αντελήφθην ως παρθενοσπάστη) σε σχέση με το αθώο εργαλείο τρυπητήρι
άστε ντούα = έτσι θέλω στα Αρβανίτικα
Υπάρχουν πολλές κοινές λέξεις στα Αλβανικά και τα Τουρκικά (πιό πολλές από όσες πέρασαν σε μας) με την ίδια ή περεμφερή σημασία παρόλο που η γλωσσική καταγωγή απέχει. Τώρα τα 500 χρόνια είναι, ο σχεδόν άμεσος εξισλαμισμός των Αλβανών που έφερε τις γλώσσες πιό κοντά, θα σας γελάσω. Δυστυχώς οι πηγές μου στα Αλβανικά έχουν άγνοια των ετύμων.
Παλιότερα (παλιότατα) τα παιδάκια που έλεγαν το Λάζαρο σπαργάνωναν σαβάνωναν μιά ξύλινη κουτάλα που της ζωγράφιζαν μάτια και στόμα με κάρβουνα και την περιέφεραν ως ομοίωμα του Λαζάρου.
Ακόμη, στα Καρδάμυλα της Χίου, Λάζαροι αποκαλούνται οι μακρόστενες φραντζόλες ψωμιού σε αντιδιαστολή με τα στρογγυλά καρβέλια
Ντουμπλές και ντουμπλεδιά η ταυτόχρονη (αλλά και -σπανιότερα- η συνεχόμενη) βολή και από τις δύο κάννες των δίκαννων (τσιφτέδων)
Και στη Χίο το λέμε όπως και το (σπανιότερο συνώνυμο) σούρδηση
Δες και φραγκοκίλερ, φραγκοκτόνος, φραγκοφονιάς, φραγκόφωνο, ταλιρομαζώχτρα, ταλιροφονιάς ίσως και άλλα
Και Χίο ακούγεται με την ίδια σημασία κι έχει και πληθυντικό -τα ναϊλάκια
Σε μια τσάντα του Λίντλ γεμάτη ναϊλάκια, θα βρείς όλα τα χαρτιά του σπιτιού.
Ναι!...
το -έλι είναι το -άκι της Λεσβιακής διαλέκτου. Τίποτα άλλο
Την έκφραση την άκουγα συχνά απο τον πατέρα μου και ανθρώπους της γενιάς του για να δηλώσουν μεγάλη χρονική διάρκεια. Τα σαράντα χρόνια φούρναρης ήρθαν αργότερα. Να σημειώσουμε οτι το ισλαμικό ημερολόγιο είναι μικρότερο (σεληνιακό) του Γρηγοριανού (ηλιακό) κατα περίπου 11 μέρες κι αυτό είναι μια αντίφαση στην επίταση του "Τούρκικα" αλλά δεν αναιρεί το νόημα της έκφρασης.
και βάστα Τούρκο να γεμίσω επίσης
Για να γίνει πιό διακριτό:
Άν ο δέρων είναι άντρας πέφτει νταγιάκι άν είναι γυναίκα δουλεύει (ή πέφτει) παντόφλα είτε κυριολεκτικά είτε ως σχήμα λόγου.
Και στα Χιώτικα (αλλ' αγνοώ άν είναι προσφυγικό ή ιθαγενές) υπάρχει το ίδιο που τ' άκουσα μάξους αλλά όχι πια σε χρήση.
H αντίστοιχη λέξη στη Χίο είναι μα(ν)γκιαούρα με προφανή τη συγγένεια.
Να παραθέσω μόνο πως η (ξύλινη) ταίστρα για τους γα(ι)δάρους ήταν κινητή ως προς το ύψος ωστε να εμποδίζεται το ζωντανό να φάει όσο θέλει είτε για οικονομία στην τροφή είτε γιατί, άν τα γαδούρια φάνε ανεξέλεγκτα, μπορεί να σκάσουν. Θέλοντας δε οι παλιότεροι να πουν οτι διανύομε περίοδο ευμάρειας (πρό κρίσης βεβαίως βεβαίως) σε σχέση με τά δικά τους χρόνια έλεγαν "Τώρα είναι χαμηλά η μαγκιαούρα". Τέλος ακόμα και πρόσφατα άκουσα να αποκαλούν τις ταίστρες που βάζουν στα κλουβιά για τα πουλάκια "μαγκιαουράκια".
Εμ από τους άλλους τί να (ο)ρεχτείς; Να σε παρακαλάει η θάλασσα κι εσύ να θες τη γούρνα; Έχεις δει ποτέ μηχανόβιο να ζηλέψει τα κάμπριο;
Εγω το πρωτάκουσα 79-80
Καί στη Χίο ακούγεται...
Παραθέτω απλά την προτροπή (από μπαρμπα-τρίτο μηχανικό, στο βαπόρι):
Πόφαες; 'Α ΄πα πέεις (= Απόφαγες; Άντε να πάς να πέσεις-να κοιμηθείς-)
Στα νιάτα μου των σφαιριστηρίων, φαβάς λεγόταν ο κωλόφαρδος παίχτης του μπιλιάρδου (που έβγαζε φάβες) κι απο τους εν αγνοία (και αγνεία) σλανγκίζοντες "φαβιέρος"
Μήπως, λεω μήπως, είναι αργόστροφος σαν το βηματισμο του επιτάφιου;