Αλλά και αυτός που «δεν έχει καθισμό ο κώλος του», ο αεικίνητος όπως και ένα έντομο (του οποίου μου διαφεύγει το όνομα) που όταν βρεθεί ανάποδα περιστρέφεται ταχύτατα πάνω στην πλάτητου μέχρι να επανέλθει -φρενάροντας απότομα- στην όρθια θέση.
[Στην επαρχία και στην πιάτσα γκουγκλάρεις τους γύρω σου]
Χεχε
lol
Το μόττο gay is the new straight είναι το νέο η αλεπού με την κομμένη ουρά.
Is global chaos the new normal;, ενδιαφέρουσα χρήση στα αγγλικάνικα.
To ροσόλι δεν είναι και πολύ σπάνια λέξη, και δεν αναφέρεται μόνο σε συγκεκριμένο ηδύποτο αλλά στα λικέρ με άρωμα τριαντάφυλλο και γενικότερα στα πολύ γλυκά λικέρ -την έχει και ο Μπαμπι. και το ΛΚΝ.
Μάλλον παρετυμολογώ, αλλά rosolare στα Ιταλικά σημαίνει τσιγαρίζω, καραμελώνω.
Ολισθηρός δρόμος η νατσουλήθρα.
Νομίζω αναφέρει την λέξη ροσόλι ο Λασκαράτος στον αδιάκριτο ανθρωπότυπό του («Ιδού ο Άνθρωπος» 1874), μιλώντας όμως συγκεκριμένα για το ηδύποτο Rosolio (ροδέλαιο), που έκανε θραύση στο Πιεμόντε και την Αυστρουγγρική Αυλή κατά τον 19ο αιώνα ενώ στη Βουλγαρία το εμπόριο και η κατανάλωση ροδόνερου ακόμα ανθεί (χε).
Ιδιωματικά-μετωνυμικά, ροσόλι ή ροζόλι λέγεται ακόμα σε Πάτρα & Ιόνιο περιπαιχτικά οποιοδήποτε υπερβολικά γλυκό ποτό όχι όμως και ρόφημα/αφέψημα διότι αυτό αποκαλείται «πετιμέζι» (αλλού «σερμπέτι»), π.χ. οποιοδήποτε ανήκουστο ή ημι-ανώνυμο χρωματιστό ηδύποτο που είτε βάζουν σε κεραστικά φτηνο-κοκτέηλζ οι αυτοσχέδιοι baristi ή σερβίρουν οι πιγκουίνοι στο καθώς μπαίνετε σε γάμους με έκδηλη δυσαναλογία απαιτήσεων-μπάτζετ ή εν πάσει περιπτώσει κουβαλάνε θείτσες σε επισκέψεις δίκην κομίσιμου χρέους με αξία μάλλον ανταλλακτική παρά χρήσης κλπ.
Βλ. και την πορτ-μαντό λέξη κουγκαρήν (cougareen), υβριδικό αιλουροειδές εκ των cougar και teen, ήτοι η κουγκαρομπεμπέκα, που, ενώ βασικά είναι κούγκαρ, μπεμπεδίζει, συμπεριφέρεται σαν λολίτα, κάνει εφηβικά νάζια κ.ο.κ.
Παραθέτω ερμηνεία του πρώτου μισού της έκφρασης από το Νίκο Σαραντάκο (Λόγια του Αέρα, Αθήνα 2013, σ. 38): «Το λιτό διαιτολόγιο υποτίθεται ότι αφήνει αλάδωτα τα έντερα, που λαδώνουν ή λιγδώνουν όταν κανείς τρώει συχνά κρέας».
Ο Νώντας υπέπεσε σε νατσουλισμό
Στο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου Λόγια του Αέρα (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2013) βλέπουμε ότι η έκφραση υπάρχει ήδη στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, στο διήγημα «Η Σταχομαζώχτρα»: «-Και δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, να σε χαρώ, είναι δέκα τάλαρα! Να είχα δέκα τάλαρα εγώ, παντρευόμουνα!»
Πολύ ενδιαφέρουσα η ετυμολογία που δίνει το Πονηρόσκυλο στο τζατζόγρια.
Cash cow, που λένε και στο χωριό μου.
Στην ίδια πηγή βρίσκω:
αράπης: Το πειθαρχείο Νο 10 των φυλακών Κερκύρας, εφόσον ήταν χτισμένο από παντού, εντελώς άνευ φεγγίτη μαύρο και σκότεινο.
μαγδαληνές: Οι δηλωσίες.
Βλ. τις ατάκες της Μεταπολίτευσης στον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου εδώ: «Άγνωστο που και πότε ακριβώς ειπώθηκε, πιθανόν σε συνέντευξη, πιθανόν σε κάποιο υπουργικό συμβούλιο, απευθυνόμενος στους συναδέλφους του υπουργούς. Σίγουρο είναι πάντως ότι ειπώθηκε στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, περί το 1982-83, τότε που οι περισσότεροι υπουργοί και υφυπουργοί ήταν παντελώς άγνωστοι στον κόσμο, και επί πλέον προκαλούσαν ποικίλα σχόλια με την εξωτερική τους εμφάνιση (ευμεγέθη μουστάκια και μούσια στα πλαίσια της «αγωνιστικής» παράδοσης της μεταπολίτευσης, αντισυμβατικό ντύσιμο κλπ.).»
Kονγκράτς το το λήμμαν αυτό, αλλά έχεις 4 μήνες να αναρτήσεις και το σλαμγκεπώνυμο πλήθος αδημουνεί!
Νάιιιιιις!
μα και βεβαία είναι λάθος αφλογιστία είναι «μη λειτουργία πυροδοτικού μηχανισμού» οπότε σωστός ο ορισμός που έδωσε ο χρήστης Μιτζνούρ !!
[I]Κάλιαρι, Σαρδηνία. Ήθελα να βγω έξω και ζήτησα δυό ώρες άδεια.
- Θέλω να πάω στο ταχυδρομείο, λέω του γραμματικού.
- Ό,τι γράμματα έχεις δώστα στον ατζέντη, θα τα ρίξει.
- Και τον πούτσο μου; Να τον δώσω κι αυτόν στον ατζέντη να τον ρίξει;
- Πες το λοιπόν ρε χαμένε πως θέλεις να πας στο ταχυγαμείο κι όχι στο ταχυδρομείο...[/I]
Αντ. Σουρούνης Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι, εκδ. Καστανιώτης.
Βλέπε και πύρκαυλος ιδίως τους ορισμούς 2 και 3
Σωστός! Ευχαριστώ για την απαραίτητη συμπλήρωση.