Το θεμα ειναι ποια ειναι αυτη που βρισκει, γιατι την και οχι τον η τα,
Ποια είναι αυτη που ολοι την ψαχνουνε και λιγοι τελικα την βρισκουν, ε;
Λέγεται και παρδακοβούλωμα.
Λωλ!
Αν και ο συγκεκριμένος ορισμός αναπαράγει αυτότο κείμενο, είναι περισσότερο κατατοπιστικός. Αυτό το σοπεναουερικό «αχθοφόροι της αναξιοπρέπειας και μεταπράτες της αθλιότητας» θα μπορούσε να καταστεί φράση-σύμβολο της διαχρονικής ανθρώπινης βαρβαρότητας.
Η γενιά των οκτακοσίων Ευρώ ίσον με δύο γενιές των τετρακοσίων Ευρώ είναι το νέο η σαραντάρα ίσον με δύο εικοσάρες.
Μάικ ο Φασολάκης (Μίνως Κυριακού)
Το μαρί σέρνει καραβοκύρη..
Το πιάσαμε το υπονοούμενο ;-)
Καλόοο!
Σε συζήτηση στου Σαραντάκου εδώ αναφέρει ένας σχολιαστής (νο 135 σχόλιο) τον αστεϊσμό ότι «οι νοικοκυράδες του χωριού μαγείρευαν »κωλομέγλειφες«». Μήπως αυτό έχει σχέση με την γένεση της έκφρασης; Ιδίως αυτό το «με» στην μέση που φαίνεται δυσεξήγητο. Γιατί όχι απλά κωλογλειφάτο; Σε κάθε περίπτωση μπορεί να βγαίνει από σχηματισμό του στυλ κώλο μ' έγλειφε(ς).
Σχετικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου (αφού τα γράφει τόσο ωραία ο άθρωπος εγώ φταίω που τα κοινοποιώ να τα μαθαίνει ο κόζμος;)
Επίσης δε και προγκίζω το ζώο (γαιδούρι, μουλάρι, βόδι στο όργωμα κλπ) να κινηθεί γρηγορότερα.
Διασταύρωση του κεριά και λιβάνια με το καλάμια και παλούκια;
'Οπως «καλάμια και λιβάνια» ας πούμε;
Σύριζα= μπουγατσάν με Ευρώπη και Αριστερά κατά την Λιάνα Κανέλλη, δες.
Διαπρέπεις στον σλανγιωτατισμό!
Mε τον παραδοσιακό πεοβελία kάνουμε Πάσχα.
Σοβαρά τώρα, λέγε, πόσα σε πληρώνει ο Σαραντάκος; :-Ρ
Βλ. σχετικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου για το ποια μπορεί να είναι η λίρα ή λύρα και του μπογιατζή ο κόπανος.
Βλ. από άρθρο του Νίκου Σαραντάκου εδώ (στην δεύτερη παράγραφο εκφράζεται η άποψη του Σαραντάκου):
«Ένα ιδιαίτερα βάναυσο έθιμο ευθύνεται για αυτή τη φράση, αυτό των διαβόητων «αρκουδιάρηδων», συνήθως τσιγγάνων, που γυρνούσαν τα χωριά με μια «χορεύτρια» αρκούδα. Η τελευταία, για να χορεύει καλά, «εκπαιδευόταν» από μικρή. Όταν ήταν ακόμη αρκουδάκι, την τοποθετούσαν σε ένα ταψί, κάτω από το οποίο έκαιγε φωτιά. Ο αρκουδιάρης έπαιζε μουσική και το αρκουδάκι, καθώς τα πόδια του καίγονταν, σήκωνε μία το ένα πόδι και μία το άλλο, κάτι που βαφτιζόταν «χορός». Με τον καιρό, η φωτιά αφαιρούταν, αλλά η αρκούδα έχοντας συνδυάσει τον ήχο της μουσικής με τη φωτιά κάτω από το ταψί, χόρευε μόλις άκουγε το μουσικό όργανο του «κυρίου» της. Κάπως έτσι, την χόρευε στο ταψί, φράση που την χρησιμοποιούμε και σήμερα για όποιον άγεται και φέρεται από κάποιον άλλον.
Θα μπορούσε να είναι αυτή η αρχή, διότι έτσι γινόταν η εκπαίδευση της αρκούδας. Ο Α.Α.Παπαδόπουλος και ο Φ. Κουκουλές αναφέρουν ένα παραπλήσιο βάρβαρο έθιμο -στα χωριά, συνήθιζαν να βάζουν ένα σκατζόχοιρο μέσα σε ταψί και να το χτυπάνε, οπότε το ανυπεράσπιστο ζώο τρόμαζε κι έκανε κινήσεις σαν να χορεύει. Τη δική τους εκδοχή υιοθέτησα κι εγώ, αν μη τι άλλο επειδή οι πατούσες της αρκούδας δύσκολα χωράνε σε ταψί.»
Από σχετικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου εδώ (η δεύτερη παράγραφος με πλάγια εκφράζει την άποψη του Σαραντάκου, ενώ η πρώτη μια διαδεδομένη ευφάνταστη ετυμολόγηση στην οποία ασκείται κριτική):
«Η 15η Μαΐου ήταν μια πολύ ευχάριστη ημέρα για τους αρχαίους Ρωμαίους. Κι αυτό γιατί εκείνη την ημέρα τιμούσαν τους θεούς Αφροδίτη και Διόνυσο με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο: Με έναν γιγάντιο δημόσιο αυγοπόλεμο. Άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές θέσεις έβγαιναν στους δρόμους και πετούσαν ο ένας στον άλλο αυγά, διασκεδάζοντας και γελώντας. Μάλιστα, ο Νέρωνας αγαπούσε τόσο αυτό το έθιμο, που συνήθιζε να πετά αυγά στους συμβούλους του ακόμα και τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου. Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα και στο Βυζάντιο, ενώ στην συνέχεια έμεινε μόνο η φράση «αυγά σου καθαρίζουνε;», για να θυμίζει το διασκεδαστικότατο αυτό πατιρντί.
Και πάλι, καμιά σύνδεση του ρωμαϊκού εθίμου (δεν το έχω ψάξει, δέχομαι ότι υπήρχε) με την έκφραση -αν η έκφραση γεννήθηκε τότε, δεν θα πρέπει να είναι καταγραμμένη σε κάποια πηγή της εποχής; Είναι εντελώς παράλογο να πάμε τόσο μακριά. Η αρχή της έκφρ. είναι ολοφάνερα μια συχνότατη οικογενειακή σκηνή: το μικρό παιδί που γελάει από χαρά, όταν βλέπει τη μητέρα του να καθαρίζει το αυγό για να το φάει -σε μια εποχή που τα παιδιά δεν τα μπούκωναν για να φάνε, διότι δεν είχαν να τους δώσουν.»
Βλ. από άρθρο του Νίκου Σαραντάκου εδώ:
«Την λέμε κάθε φορά που ακούμε ή βλέπουμε κάτι φοβερό και τρομερό, αλλά αυτό που δεν ξέρουμε είναι η δημοφιλής λαϊκή έκφραση δεν αναφέρεται στο καφάσι του μανάβη, αλλά στη λέξη «καφάς» που στα τουρκικά σημαίνει κρανίο. Όταν λοιπόν, επί Τουρκοκρατίας, κάποιος δεχόταν δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, έλεγαν πως «του έφυγε το καφάσι», δηλαδή το κεφάλι, εξαιτίας της δύναμης του χτυπήματος.
Σε γενικές γραμμές σωστό, αν και πρέπει να ειπωθεί ότι κυρίως είναι έκφραση κατάπληξης: παραλίγο να τρελαθώ με αυτό το απίθανο που συνέβη. Όμως, τα περί δυνατού χτυπήματος είναι μάλλον άσχετα, παρόμοια έκφραση υπάρχει και στα τούρκικα σαν δηλωτικό έκπληξης.»
(Η δεύτερη παράγραφος με πλάγια γράμματα εκφράζει την άποψη του Σαραντάκου, ενώ η πρώτη μια διαδεδομένη ετυμολόγηση).
Από άρθρο του Νίκου Σαραντάκου εδώ:
«Πράγματι, η χυλόπιτα της φράσης μάλλον δεν είναι το σημερινό ζυμαρικό, που άλλωστε χρησιμοποιείται στον πληθυντικό (χυλοπίτες), αλλά μάλλον κάποιο παρασκεύασμα από χυλό, που νοείται ως άγευστο και ελαφρώς αηδιαστικό. Ο άντρας που οι ερωτικές του προτάσεις αποκρούονται (επειδή η φράση γεννήθηκε σε εποχή που μόνο οι άντρες πρότειναν) αισθάνεται την ίδια δυσφορία (που μπορεί να συνοδεύεται και από γκριμάτσα) με εκείνον που αναγκάζεται να καταπιεί ένα πικρό ή ξινό ζουμί -άλλωστε υπάρχουν παραλλαγές της φράσης όπως “έφαγε τα μούσμουλα” ή “ήπιε το λουπινοζούμι”.
Νομίζω πως σε αυτή την κατεύθυνση βρίσκεται η προέλευση της φράσης, χωρίς να έχω ψάξει αν ο Παρθένης Νένιμος είναι υπαρκτό πρόσωπο (ο Νατσούλης αναφέρει περισσότερα στοιχεία, ότι έδρασε το 1815 στα Γιάννενα, αλλά ως συνήθως δεν δίνει καμιά πηγή). Την πλήρη εκδοχή του Νατσούλη μπορείτε να τη διαβάσετε στο slang.gr, όπου αναφέρεται και μια άλλη εκδοχή, ότι στα προξενιά κερνούσαν κάποιο φαγητό (είτε κόκορα με χυλοπίτες είτε χυλόπιτα) οπότε αν αποτύγχανε το συνοικέσιο τουλάχιστον ο (απορριφθείς) μνηστήρας είχε φάει. Η εξήγηση αυτή είναι λιγότερο απίθανη από τον Γιαννιώτη κομπογιανίτη, αλλά και πάλι δεν με πείθει.»
Η Σανταζίνια έχει γίνει δυστυχώς Σανταμούτρα του Active Burger, καθώς από πιστότητα στην πρώτη ετυμολογία του bap, -για να το θέσω βρασταμανιστί-, «διέβη τον Ρουβίκωνα του μη αναστρέψιμου εκφακλανισμού της» (δες).
Parody-like rains.
Plugged εκτέλεση του Inglan is a Bitch.
Στος. Παράλληλα στα 70αζ εμφανίστηκαν και οι Τζαμαϊικανοί dub poets με δική τους εκδοχή τση ραπ. Προεξέχοντες οι Linton Kwesi Johnson (βλ. Inglan Is A Bitch) και ο Mutabaruka (βλ. Whiteman Country, De System is a Fraud).
καλοβυρνιάζει λιγάκι ή μου φαίνεται;