Νεολογισμός που χαρακτηρίζει τον ψηλό, αγέρωχο, γυμνασμένο, άγριο, βορειοευρωπαϊκής κατατομής και ψυχοσύνθεσης άνδρα, που έχει φανερά και κρυφά χαρίσματα, όπως ηγετικές ικανότητες, ανεξάντλητες δυνάμεις κ.ά. Προέρχεται από την καύλα και τον Αλάριχο.
- Σήμερα έσκισα τρεις γκόμενες.
- Ποιος είσαι ρε, ο Καυλάριχος;
1 comment
malakia
Απαντάται επίσης και το Ψωλάριχος.