Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα.
Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.
- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!
10 comments
Vrastaman
Αγνοούσα το περί πατσαούρας. Επίσης έχω ακούσει και την σχετική έκφραση μωρή τσιμούχα.
xalikoutis
ά στο διά(β)ολο! άρα είναι και τοπ.ιδιωμ.
poniroskylo
Λέγεται και πατσούρα. Και υπάρχει και η Πάτσα και η Βούρα
acg
Οντως, και απο το «πατσουρα» βγαινει και ο χαρακτηρισμος «πατζουρι» για τις ασχημες γυναικες, κατ' αναλογιαν του «σσσωραιος» >>> «ναζωραιος» κλπ.
xalikoutis
σωστό κι αυτό.....ναι αλλά το πατσαβούρα ετυμολογία κανείς;
GATZMAN
Σχετικο με την πατσαβούρα κια το σχόλιο του Βράστα, για το πατσάκι
Vrastaman
Ετυμολογία
xalikoutis
εντεμπέλεψα βράστα, εντεμπέλεψα...
SOT
dfwefert
patsis
Συμφωνώ με τον ορισμό στο ότι είναι χαρακτηρισμός περισσότερο ηθικός παρά αφορά την εξωτερική εμφάνιση. Αν και νεότερες ηλικίες νομίζω ότι όσο σιχαμένη κι αν είναι στο χαρακτήρα μια γυναίκα, αν είναι όμορφη, δεν θα την πουν πατσαβούρα. Θα επιλέξουν κάποιο από τα συνώνυμα του ορισμού. Έτσι θυμάμαι τουλάχιστον να το ακούω. Παρεπιπτόντως, μήπως λέγεται πιο πολύ στα βόρεια;