Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα. Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.

- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!

Στα δεξιά ο Πατσιαβούρας (1988) (από PUNKELISD, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.

- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.

(από Khan, 16/10/14)

Βλέπε και σαβούρα, κάμπια, πατσόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράδειγμα εδώ

Πατσιαβά: Τα χρησιμοποιημένα λεφτά (στα "μπολιάρικα")

έκφραση "γυναίκες...πεταμένα λεφτά!..."

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified