Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα.
Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.
- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!