Ο μίζερος (λατινικό miser, άθλιος, δυστυχής) έγινε, σαν αγγλικό ουσιαστικό, τσιγκούνης, δίπλα στο επίθετο miserable.
Ο Νικολάκης δεν πληρώνει ούτε στραγάλι. Μιλάμε για μεγάλο ματζίρη.
Ο μίζερος (λατινικό miser, άθλιος, δυστυχής) έγινε, σαν αγγλικό ουσιαστικό, τσιγκούνης, δίπλα στο επίθετο miserable.
Ο Νικολάκης δεν πληρώνει ούτε στραγάλι. Μιλάμε για μεγάλο ματζίρη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη βλάχικη που χαρακτηρίζει κάποιον που επιδεικνύεται, που επιδιώκει δημοσιότητα, που κάνει λεζάντα, που αυτοπροβάλλεται. Συνήθως την ακούμε στα ορεινά μέρη των Τρικάλων και πιο σπάνια στην υπόλοιπη Θεσσαλία.
Κοίτα πως ντύνονται μέρα μεσημέρια τα γκαφάλια. Όλα για το φατσιμάρε να πούμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που θέλει να χαρακτηρίσει την κακασχημιά ενός ανθρώπου-ζώου-πράγματος.
Πώς είναι έτσι αυτός ρε σα γαμώ τη μάνα του είναι...
Γενικότερο σχήμα λόγου. Άλλα παραδείγματα: "σαν το μουνί της αδερφής μου/σου/του", της μάνας, "σα γαμώ το κέρατό μου/σου/του" ή ό,τι εμπνευστεί ο καθένας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το δήδεν η αλλιώς το ποζεριλίκι. Κόβουμε το ντα από τη λεζάντα και βγαίνει η λέζα.
Όλα για τη λέζα τη σήμερον ημέρα. Μηδέν ουσία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο θρυλικός ρόλος του Καφετζόπουλου στο σίριαλ 'Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή'.Συνήθως απο τότε ακάλυπτος είναι συνώνυμο του λαμόγιο!
Μεγάλο λαμόγιο ο φίλος...Ούτε ο Καφετζόπουλος στο σίριαλ τέτοιο πράγμα..
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πολύ χοντρή γκόμενα!Συνήθως έτσι αποκαλούνται απο τους θηρευτές οι οποίοι έχουν το συγκεκριμένο φετίχ να έρχονται σε ερωτική επαφή με υπέρβαρες γυναίκες.
Θα βγώ με κάτι σώβρακα σήμερα όλο τρέλα.Και ξέρεις ε οι χοντρές είναι έτοιμες για όλα ανα πάσα στιγμή!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι ανδρικοί όρχεις. Το λέμε χαϊδευτικά για να αποφύγουμε την χυδαία λέξη κυρίως μπροστά σε γυναίκες. Η λέξη ίσως προέρχεται από τη λέξει μπομπολόνι που είναι ο λουκουμάς.
Σιγά ρε αγάπη μου. Τελικά μας έκλασε τα μπομπολίνια το αφεντικό στη δουλειά!
Συνώνυμο: τομπολίνια, βλέπε και τρομπολίνια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άστοχος ποδοσφαιριστής .Αυτός που βαράει λες και φοράει τσαρούχια. Ο χασογκόλης.
Ρε τον τσαρούχα! Αυτό το σουτ δεν είναι ούτε για τοπικό, έφυγε η μπάλα εκτός γηπέδου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάτι χειρότερο απο καταδότης.Ο άνθρωπος που για να καλύψει τον κώλο του μπορεί να καταδικάσει αθώους.
Ο Γιωργάκης?Μεγάλος δότης.Ο παππούς του πρέπει να ήταν μεγάλος δοσίλογος στην κατοχή...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified