Ας φεύγουμε σιγά-σιγά.
- Άντε, Πολύ κάτσαμε! Andiamo κούτσα-κούτσα...
Ας φεύγουμε σιγά-σιγά.
- Άντε, Πολύ κάτσαμε! Andiamo κούτσα-κούτσα...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιδιώκει να βρει ευκαιρία να εκμεταλλευθεί.
Ο τύπος κυκλοφορεί στην πιάτσα και αλλοίμονο στα κοριτσάκια τέτοιος αβανταδόρος που είναι.
Got a better definition? Add it!
Απειλητική έκφραση, όμοια με το «περίμενε και θα δεις τί έχεις να πάθεις». Μπορείς να το συναντήσεις και ως αγάντα και σού 'ρχομαι.
- Συνεχίστε το βιολάκι σας εσείς, αγάντα κι έφτασα και θα τα πούμε ένα χεράκι. (φαντάσου τώρα να είσαι ξένος και να προσπαθείς να μάθεις ελληνικά. Μαθαίνονται αυτά μωρέ;)
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για τον βλάκα, που έχει δηλαδή χαμηλό δείκτη ευφυΐας.
Τι να περιμένει κανείς απ' αυτόν που έχει άι κιου ραδικιού;
Δες και όταν έβρεχε ο Θεός μυαλα εσύ κράταγες ομπρέλα. Δες και αϊ κκιού ζέρο στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Το ακατοίκητο κεφάλι: μτφ. ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος.
Εμ τό 'χει ακατοίκητο (χτυπάς ρυθμικά στον κρόταφο τον δείκτη του χεριού), τι περιμένεις;
Got a better definition? Add it!
Αισχρολόγος, αγενής, βάρβαρος, κακότροπος.
Αρσίζα, η
Αρσίζικο, το
Την έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του ο αρσίζης.
Got a better definition? Add it!
Πρώτης τάξεως, τριών αστέρων, τρία άλφα. Δεν τό 'χω ακούσει για άντρες.
Αστεράτη γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Ο τάχαμ σπουδαίος. Διατυπώνεται ειρωνικά ως «η αφεντομουτσουνάρα του» και αυτοσαρκαστικά ως «η αφεντομουτσουνάρα μου». Αντικαθιστά οπωσδήποτε το όνομα, όπως λέμε ο εξαποδώ, η επάρατος νόσος κ.λ.π.
Νομίζεις θα κάτσει να δουλέψει η αφεντομουτσουνάρα του; Ενώ εμείς οι πληβείοι τη βάψαμε...
Got a better definition? Add it!
Η έλλειψη στύσης.
- Έπαθε αφλογιστία ο καημένος και δεν έγινε τίποτα.
%
Βλέπε και ντεκαυλέ.
Got a better definition? Add it!