Ας φεύγουμε σιγά-σιγά.

- Άντε, Πολύ κάτσαμε! Andiamo κούτσα-κούτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδιώκει να βρει ευκαιρία να εκμεταλλευθεί.

Ο τύπος κυκλοφορεί στην πιάτσα και αλλοίμονο στα κοριτσάκια τέτοιος αβανταδόρος που είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση, όμοια με το «περίμενε και θα δεις τί έχεις να πάθεις». Μπορείς να το συναντήσεις και ως αγάντα και σού 'ρχομαι.

- Συνεχίστε το βιολάκι σας εσείς, αγάντα κι έφτασα και θα τα πούμε ένα χεράκι. (φαντάσου τώρα να είσαι ξένος και να προσπαθείς να μάθεις ελληνικά. Μαθαίνονται αυτά μωρέ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον βλάκα, που έχει δηλαδή χαμηλό δείκτη ευφυΐας.

Τι να περιμένει κανείς απ' αυτόν που έχει άι κιου ραδικιού;

(από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ακατοίκητο κεφάλι: μτφ. ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος.

Εμ τό 'χει ακατοίκητο (χτυπάς ρυθμικά στον κρόταφο τον δείκτη του χεριού), τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αισχρολόγος, αγενής, βάρβαρος, κακότροπος.
Αρσίζα, η
Αρσίζικο, το

Την έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του ο αρσίζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρώτης τάξεως, τριών αστέρων, τρία άλφα. Δεν τό 'χω ακούσει για άντρες.

Αστεράτη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τάχαμ σπουδαίος. Διατυπώνεται ειρωνικά ως «η αφεντομουτσουνάρα του» και αυτοσαρκαστικά ως «η αφεντομουτσουνάρα μου». Αντικαθιστά οπωσδήποτε το όνομα, όπως λέμε ο εξαποδώ, η επάρατος νόσος κ.λ.π.

Νομίζεις θα κάτσει να δουλέψει η αφεντομουτσουνάρα του; Ενώ εμείς οι πληβείοι τη βάψαμε...

Η αφεντομουτσουνάρα του. (από joe909, 30/09/11)...και η αφεντοτσουτσουνάρα του.  (από joe909, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έλλειψη στύσης.

- Έπαθε αφλογιστία ο καημένος και δεν έγινε τίποτα.

%

Βλέπε και ντεκαυλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο έχων πλούσια τα ...ελέη

  2. Ο γενναιόδωρος

ουσ. βαρβατίλα, η

Τί βαρβάτος άντρας είναι αυτός;

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified