Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.
- Πφ! περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε όλα τη φταίνε, άλλα την ξινίζουν, άλλα τη βρωμάνε.
Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.
- Πφ! περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε όλα τη φταίνε, άλλα την ξινίζουν, άλλα τη βρωμάνε.
Δες και ξινομουνίαση.
Got a better definition? Add it!
Ο έχων πεταχτά δόντια. Η λέξη προέρχεται από το ασπάλαξ.
Πα, πα, πα! καθόλου δε μ' αρέσει ο σφάλιαγκας. Απορώ με τα γούστα σου.
Got a better definition? Add it!
Πανέξυπνος άνθρωπος, που δεν πιάνεται με τίποτα.
- Νόμιζες πως θα τον ξεγελάσεις, ε; Εμ ο άνθρωπος είναι σπίρτο μοναχό!
Got a better definition? Add it!
Συμπληρώθηκε το αποτέλεσμα, που ούτως ή άλλως δεν μας ευνοούσε. Όπως λέμε ότι μια πράξη είναι το «κερασάκι στην τούρτα».
(Παθών:) - Πήγα τη νύχτα νομίζοντας ότι είναι μόνη της. Έρχεται ο θειος της ξαφνικά. Στο καπάκι νάτη κι η μανούλααα! (Συνομιλητής:) - Ωχ! Μάλιστα! Ήρθε κι έδεσε...
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά είναι η πυγολαμπίδα. Αν το πούμε όμως για κάποιον, εννοούμε ότι είναι πανέξυπνος, ότι δεν πιάνεται με τίποτα.
- Αυτός είναι κωλοφωτιά!
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που καυχιέται ότι μπορεί να έχει ερωτικές συνευρέσεις αν και είναι μεγάλος στην ηλικία.
- Βρε μια χαρά είμαι! Φτύσε με! Σημασία έχει που στα 80 είμαι ακόμα μάχιμος.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Όταν φορτώνεσαι σε κάποιον απασχολημένο, εισπράττεις αυτή την απάντηση.
- Μαμά, πάνε με στις κούνιες!
- (η μαμά) Τώρα μάλιστα. Πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα ...
Got a better definition? Add it!
Το ζεστό πολτώδες ή κολλώδες φαγητό (π.χ. πουρές, ψωμί) που, άμα το φας αμέσως και βιαστικά, κάθεται βαρύ στο στομάχι.
- Μόλις το ξεφούρνισα το εξαφάνισα και μού 'κατσε σαν μπλάστρι.
Got a better definition? Add it!
Ο ασήμαντος τύπος, το μικροσκοπικό το δέμας άτομο.
Καινούργια συνήθεια της οποίας γίνομαι ταχέως φαν.
Τί μιλάς εσύ ρε μικρόβιο;
Του μπήκε το μικρόβιο μέσα του κι άρχισε να ξενοκοιτάει. Ήταν να μην γίνει η αρχή.
Got a better definition? Add it!