1. Τα παίρνω στο κρανίο, φουντώνω.

  2. Με κοροϊδεύουν εύκολα.

  1. Πες ο ένας, πες ο άλλος, ο τύπος κουρντίστηκε και έγινε το έλα να δεις.

  2. Κουρντίστε τον όσο γουστάρετε. Καιρός για πλάκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θόρυβος που κάνουν τα πασουμάκια πάνω στα πλακάκια καθώς η γυναίκα που τα φοράει περπατάει γρήγορα.

- Κλάκα πλίκα, κλάκα πλίκα από το πρωί, να βράσω τη συγκατοικία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιμείται το θόρυβο που κάνουν τα χαλιά όταν τα τινάζεις.

Άρχισε την καθαριότητα από τα χαράματα. Χλαμπούφ χλαμπούφ, χλαμπούφ χλαμπούφ με τα χαλιά της, πού να κλείσεις μάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψωροπερήφανος, που σειέται και λυγιέται και κουκουνίζεται (=καμαρώνει).

Έλα στο παράθυρο, περνάει απ' έξω ο κορδομενίδης. Κοίτα πλάκα πούχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.

- Πφ! περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε όλα τη φταίνε, άλλα την ξινίζουν, άλλα τη βρωμάνε.

Δες και ξινομουνίαση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ολιγόμυαλος, αυτός που χαζοφέρνει.
Συνώνυμα: λειψός και λειψοκούκης.

Αφού τό 'χει ξίκικο (το κεφάλι), τί χαίρι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαχειρίζομαι, φέρνω βόλτα.

Άσ' τον αυτόν σε μένα. Ξέρω πώς να τον κουλαντρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: μια μπουκιά. Μεταφορικά: κάτι τόσο δα μικρό και ασήμαντο.

  1. Μια χαψιά άνθρωπος. (= μια σταλιά ανθρωπάκι)

  2. - Δεν τον φοβάμαι, θα τον κάνω μια χαψιά μέχρι να πει κύμινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφώνηση μόλις ένα παιδάκι πέσει κάτω, για να το καλοπιάσουμε μη βάλει τα κλάματα.

- Έπ! τσορτσόπ καλεμπελίμ! Δεν πειράζει δα, θα μεγαλώσεις. Σκούπισε τώρα τα γονατάκια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρόπετσος και συνάμα βλαξ. Συνώνυμα: παχύδερμο, βόδι.

Εμπιστεύτηκαν να τους κάνει τη δουλειά. Τί ξέρει αυτός καλέ, το μπόβο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified